σπλάγχνο: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σπλάγχνον]], ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και [[σπλάγχανον]] Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> τα [[σπλάγχνα]]<br />α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται [[μέσα]] στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική<br />β) τα [[σωθικά]], [[κυρίως]] η [[καρδιά]], θεωρούμενη ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων (α. «[[αγάπη]] κι [[έρωτας]] καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», <b>Σολωμ.</b><br />β. «... διὰ [[σπλάγχνα]] ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.<br />γ. «[[σπλάγχνα]] δέ μοι κελαινοῦται πρὸς [[ἔπος]] κλυούσᾳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> τα [[παιδιά]] σε [[σχέση]] με τους γονείς (α. «να καταραστεί το [[παιδί]] της, το σπλάχνο της», Παπαδ.<br />β. «ὁ [[πολύπαις]] Ἰὼβ [[ἐξαίφνης]] [[ἄπαις]] ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ [[σπλάγχνα]] ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον [[ἅπας]] ὁ [[καρπὸς]] ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «οἱ παῑδες [[σπλάγχνα]] λέγονται», Αρτεμίδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα [[έγκατα]], τα [[βάθη]] (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο [[αγαπημένος]] ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευσπλαγχνία]] («[[σπλάγχνα]]... Ἰησοῡ Χριστοῡ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα [[εντόσθια]] που έτρωγαν [[μετά]] από τη [[θυσία]], όπως ήταν η [[καρδιά]], οι πνεύμονες, το [[συκώτι]], τα νεφρά, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έντερα («αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] κατὰ [[μῆρα]] κάη καὶ [[σπλάγχνα]] πάσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευωχία]], το [[γεύμα]] που ακολουθούσε τη [[θυσία]] («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μαντεία]] με τα [[σπλάγχνα]], [[σπλαγχνοσκοπία]] («σπλάγχνων τε [[λειότητα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> η εσώτερη [[φύση]], η ψυχική [[διάθεση]] («ἀνδρὸς [[σπλάγχνον]] ἐκμαθεῑν σαφῶς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[φυτό]] [[βρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπλήνα]]].
|mltxt=το / [[σπλάγχνον]], ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και [[σπλάγχανον]] Α<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> τα [[σπλάγχνα]]<br />α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται [[μέσα]] στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική<br />β) τα [[σωθικά]], [[κυρίως]] η [[καρδιά]], θεωρούμενη ως [[έδρα]] τών συναισθημάτων (α. «[[αγάπη]] κι [[έρωτας]] καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», <b>Σολωμ.</b><br />β. «... διὰ [[σπλάγχνα]] ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.<br />γ. «[[σπλάγχνα]] δέ μοι κελαινοῦται πρὸς [[ἔπος]] κλυούσᾳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> τα [[παιδιά]] σε [[σχέση]] με τους γονείς (α. «να καταραστεί το [[παιδί]] της, το σπλάχνο της», Παπαδ.<br />β. «ὁ [[πολύπαις]] Ἰὼβ [[ἐξαίφνης]] [[ἄπαις]] ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ [[σπλάγχνα]] ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον [[ἅπας]] ὁ [[καρπὸς]] ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «οἱ παῑδες [[σπλάγχνα]] λέγονται», Αρτεμίδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τα [[έγκατα]], τα [[βάθη]] (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο [[αγαπημένος]] ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[ευσπλαγχνία]] («[[σπλάγχνα]]... Ἰησοῡ Χριστοῡ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα [[εντόσθια]] που έτρωγαν [[μετά]] από τη [[θυσία]], όπως ήταν η [[καρδιά]], οι πνεύμονες, το [[συκώτι]], τα νεφρά, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα έντερα («αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] κατὰ [[μῆρα]] κάη καὶ [[σπλάγχνα]] πάσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευωχία]], το [[γεύμα]] που ακολουθούσε τη [[θυσία]] («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μαντεία]] με τα [[σπλάγχνα]], [[σπλαγχνοσκοπία]] («σπλάγχνων τε [[λειότητα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> η εσώτερη [[φύση]], η ψυχική [[διάθεση]] («ἀνδρὸς [[σπλάγχνον]] ἐκμαθεῖν σαφῶς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> το [[φυτό]] [[βρύο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[σπλήνα]]].
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α
1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα
α) τα όργανα του σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες του οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική
β) τα σωθικά, κυρίως η καρδιά, θεωρούμενη ως έδρα τών συναισθημάτων (α. «αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν», Σολωμ.
β. «... διὰ σπλάγχνα ἐλέους Σου, Παρθένε», Παρακλ.
γ. «σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυούσᾳ», Αισχύλ.)
2. τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς (α. «να καταραστεί το παιδί της, το σπλάχνο της», Παπαδ.
β. «ὁ πολύπαις Ἰὼβ ἐξαίφνης ἄπαις ἐγένετο, καὶ οὐδὲ κατὰ μικρὸν αὐτῷ τὰ σπλάγχνα ἀνηλίσκετο, άλλ' ἀθρόον ἅπαςκαρπὸς ἀνηρπάζετο», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «οἱ παῑδες σπλάγχνα λέγονται», Αρτεμίδ.)
νεοελλ.
1. τα έγκατα, τα βάθη (α. «τα σπλάχνα της γης» β. «Τα σπλάχνα του βουνού»)
2. φρ. «το σπλάχνο μου [σου... κ.λπ.]» — ο αγαπημένος ή η αγαπημένη μου [σου κ.λπ.]
μσν.-αρχ.
η ευσπλαγχνίασπλάγχνα... Ἰησοῡ Χριστοῡ τὴν πνευματικὴν φιλοστοργίαν ἐκάλεσεν», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. τα εντόσθια που έτρωγαν μετά από τη θυσία, όπως ήταν η καρδιά, οι πνεύμονες, το συκώτι, τα νεφρά, σε αντιδιαστολή προς τα έντερα («αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.)
2. η ευωχία, το γεύμα που ακολουθούσε τη θυσία («ἢ μή ποτ' ἀγοραίου Διὸς σπλάγχνοισι παραγενοίμην», Αριστοφ.)
3. μαντεία με τα σπλάγχνα, σπλαγχνοσκοπία («σπλάγχνων τε λειότητα», Αισχύλ.)
4. η εσώτερη φύση, η ψυχική διάθεση («ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς», Ευρ.)
5. το φυτό βρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπλήνα].