ενώνω: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἑνῶ, -όω)<br /><b>1.</b> από δύο ή περισσότερα [[απαρτίζω]] ένα, [[συναρμολογώ]], [[συνδέω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («[[πάντα]] η [[νίκη]], αν ενωθείτε, [[πάντα]] εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[παρασκευάζω]] από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό [[μίγμα]], χημική [[ένωση]]<br />(α. «[[ενώνω]] το [[οξυγόνο]] και το [[υδρογόνο]]» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται [[σῶμα]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συζευγνύω]]<br /><b>5.</b> [[συνδέω]] με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή [[φιλία]]» β. «οὐδὲν [[οὕτως]] συγκολλᾷ καὶ ἑνοῑ τῷ θεῷ», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με [[συρραφή]] ή [[συγκόλληση]] («[[ενώνω]] τα [[μανίκια]] με το [[φουστάνι]]»)<br /><b>2.</b> (για τρεχούμενα νερά) [[συρρέω]], [[συμβάλλω]] («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> συναντιέμαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συνέρχομαι]], συνουσιάζομαι, [[ζευγαρώνω]]<br /><b>4.</b> παντρεύομαι<br /><b>5.</b> [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>6.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά<br /><b>7.</b> [[συγκρούομαι]] («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)<br /><b>8.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[συναντώ]]<br /><b>9.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ἡνωμένον</i><br />το ον <b>(Δαμάσκ.)</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδυάζω]] ( | |mltxt=(AM ἑνῶ, -όω)<br /><b>1.</b> από δύο ή περισσότερα [[απαρτίζω]] ένα, [[συναρμολογώ]], [[συνδέω]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («[[πάντα]] η [[νίκη]], αν ενωθείτε, [[πάντα]] εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)<br /><b>3.</b> <b>χημ.</b> [[παρασκευάζω]] από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό [[μίγμα]], χημική [[ένωση]]<br />(α. «[[ενώνω]] το [[οξυγόνο]] και το [[υδρογόνο]]» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται [[σῶμα]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> [[συνδέω]], [[συζευγνύω]]<br /><b>5.</b> [[συνδέω]] με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή [[φιλία]]» β. «οὐδὲν [[οὕτως]] συγκολλᾷ καὶ ἑνοῑ τῷ θεῷ», <b>Ιω. Χρυσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]] με [[συρραφή]] ή [[συγκόλληση]] («[[ενώνω]] τα [[μανίκια]] με το [[φουστάνι]]»)<br /><b>2.</b> (για τρεχούμενα νερά) [[συρρέω]], [[συμβάλλω]] («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> συναντιέμαι<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[συνέρχομαι]], συνουσιάζομαι, [[ζευγαρώνω]]<br /><b>4.</b> παντρεύομαι<br /><b>5.</b> [[συναναστρέφομαι]]<br /><b>6.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά<br /><b>7.</b> [[συγκρούομαι]] («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)<br /><b>8.</b> (μτβ. και αμτβ.) [[συναντώ]]<br /><b>9.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ἡνωμένον</i><br />το ον <b>(Δαμάσκ.)</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδυάζω]] («ἑνοῦν τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[πραγματώνω]] τήν [[κατά]] τον Πλωτίνο [[ένωση]] με το [[θείο]]<br /><b>3.</b> (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ ἡνωμένοι</i><br />(για [[στράτευμα]]) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους ασύντακτους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — [[ενταφιάζω]], [[θάβω]]<br /><b>5.</b> (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ ἡνωμένα</i> <b>(Λογγίν.)</b><br />ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:34, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἑνῶ, -όω)
1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω
2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)
3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό μίγμα, χημική ένωση
(α. «ενώνω το οξυγόνο και το υδρογόνο» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται σῶμα», Σέξτ. Εμπ.)
4. συνδέω, συζευγνύω
5. συνδέω με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή φιλία» β. «οὐδὲν οὕτως συγκολλᾷ καὶ ἑνοῑ τῷ θεῷ», Ιω. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. συνδέω με συρραφή ή συγκόλληση («ενώνω τα μανίκια με το φουστάνι»)
2. (για τρεχούμενα νερά) συρρέω, συμβάλλω («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)
μσν.
1. προσθέτω
2. μέσ. συναντιέμαι
3. μέσ. συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνω
4. παντρεύομαι
5. συναναστρέφομαι
6. συνδέομαι φιλικά
7. συγκρούομαι («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)
8. (μτβ. και αμτβ.) συναντώ
9. (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡνωμένον
το ον (Δαμάσκ.)
αρχ.
1. συνδυάζω («ἑνοῦν τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)
2. παθ. (φιλοσ.) πραγματώνω τήν κατά τον Πλωτίνο ένωση με το θείο
3. (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡνωμένοι
(για στράτευμα) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους ασύντακτους
4. φρ. «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — ενταφιάζω, θάβω
5. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡνωμένα (Λογγίν.)
ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό.