θάρσυνος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάρσυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[θαρραλέος]] («Τρώων δέ [[πόλις]] ἐπί πᾱσα βέβηκε [[θάρσυνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) αυτός που έχει [[πεποίθηση]], που έχει [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] («ἴαχε [[λαός]] Ἀχαιῶν [[θάρσυνος]] οίωνῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαρσύνω]], υποχωρητ.].
|mltxt=[[θάρσυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[θαρραλέος]] («Τρώων δέ [[πόλις]] ἐπί πᾶσα βέβηκε [[θάρσυνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) αυτός που έχει [[πεποίθηση]], που έχει [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] («ἴαχε [[λαός]] Ἀχαιῶν [[θάρσυνος]] οίωνῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαρσύνω]], υποχωρητ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:08, 8 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάρσῠνος Medium diacritics: θάρσυνος Low diacritics: θάρσυνος Capitals: ΘΑΡΣΥΝΟΣ
Transliteration A: thársynos Transliteration B: tharsynos Transliteration C: tharsynos Beta Code: qa/rsunos

English (LSJ)

ον,= θαρσαλέος, Il.16.70: c. dat., A relying on a thing, οἰωνῷ 13.823.

German (Pape)

[Seite 1187] poet. = θαρσαλέος, Il. 16, 70, οἰωνῷ, sich darauf verlassend, 13, 823.

Greek (Liddell-Scott)

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, Ἰλ. Π. 70· μετὰ δοτ., ἔχων πεποίθησιν εἴς τι, πεποιθώς, οἰωνῷ Ν. 823.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de confiance en, τινι.
Étymologie: θάρσος.

English (Autenrieth)

confident, relying upon (τινί), Il. 13.823.

Greek Monolingual

θάρσυνος, -ον (Α)
1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾶσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.].

Greek Monotonic

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θάρσῠνος:
1) проникнутый уверенностью, доверяющий, твердо верящий (οἰωνῷ Hom.);
2) самоуверенный или легковерный, по друг. отважный или дерзкий (Τρώων πόλις Hom.).

Middle Liddell

θάρσῠνος, ον = θαρσαλέος, Il.]
c. dat. relying on a thing, Il.