θηγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηγαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[φεύγω]]-[[φευγαλέος]]). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί [[μαρτυρία]] για [[εναλλαγή]] τών παρεκτάσεων -<i>αλ</i>-<i>αν</i>- στο θ. <i>θηγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. <i>θηγ</i>-<i>αν</i>-<i>η</i>)].
|mltxt=[[θηγαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] ([[πρβλ]]. [[φεύγω]]-[[φευγαλέος]]). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί [[μαρτυρία]] για [[εναλλαγή]] τών παρεκτάσεων -<i>αλ</i>-<i>αν</i>- στο θ. <i>θηγ</i>- ([[πρβλ]]. λ.χ. <i>θηγ</i>-<i>αν</i>-<i>η</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγᾰλέος Medium diacritics: θηγαλέος Low diacritics: θηγαλέος Capitals: ΘΗΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: thēgaléos Transliteration B: thēgaleos Transliteration C: thigaleos Beta Code: qhgale/os

English (LSJ)

α, ον, (θήγω) A pointed, sharp, στάλικες AP6.109 (Antip.); τρύφος ib.7.542 (Flacc.). II Act., sharpening, c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] geschärft, scharf, πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίθος θηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).

Greek (Liddell-Scott)

θηγᾰλέος: -α, -ον, (θήγω) ὀξύς, κοπτερός, Ἀνθ. Π. 6. 109., 7. 542. ΙΙ. ἐνεργ., ὀξύνων, ἀκονῶν, μετὰ γεν. πράγμ., αὐτόθι 6. 68· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἀναφέρει θηγάνεος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 aiguisé, tranchant;
2 qui aiguise.
Étymologie: θήγω.

Greek Monolingual

θηγαλέος, -α, -ον (Α)
1. οξύς, κοφτερός
2. αυτός που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω-φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων -αλ-αν- στο θ. θηγ- (πρβλ. λ.χ. θηγ-αν-η)].

Greek Monotonic

θηγᾰλέος: -α, -ον (θήγω),
I. ακονισμένος, κοφτερός, σε Ανθ. Π.
II. Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει κάτι αιχμηρό, με γεν., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θηγᾰλέος:
1) заостренный, острый (στάλιξ Anth.);
2) делающий острым, заостряющий (λίθος θηγαλέη καλάμων Anth.).

Middle Liddell

θηγᾰλέος, η, ον θήγω
I. pointed, sharp, Anth.
II. act. sharpening, c. gen., Anth.