Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μιγάς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μιγάδας]] ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ [[μιγάς]], -[[άδος]], ὁ και ἡ)<br />αυτός που [[είναι]] [[προϊόν]] ανάμιξης, αναμεμιγμένος, [[σύμμικτος]] («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-ανθρωπολ.) [[άτομο]] που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και [[ιδίως]] εκείνων με [[σαφώς]] διαφορετικό [[χρώμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ζωοτ.</b> ζώο που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές του ίδιου είδους<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ο [[οποίος]] σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. [[μιγαδικός]] [[αριθμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιξοβάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αδ</i>-<i>ς</i>, [[άδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρεμ]]-<i>άς</i>, <i>μαιν</i>-<i>άς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> και μτχ. <i>φυγ</i>-<i>άς</i>].
|mltxt=και [[μιγάδας]] ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ [[μιγάς]], -[[άδος]], ὁ και ἡ)<br />αυτός που [[είναι]] [[προϊόν]] ανάμιξης, αναμεμιγμένος, [[σύμμικτος]] («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ» <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (βιολ.-ανθρωπολ.) [[άτομο]] που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και [[ιδίως]] εκείνων με [[σαφώς]] διαφορετικό [[χρώμα]] του δέρματος<br /><b>2.</b> <b>ζωοτ.</b> ζώο που προέρχεται από τη [[διασταύρωση]] γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές του ίδιου είδους<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> [[αριθμός]] ο [[οποίος]] σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. [[μιγαδικός]] [[αριθμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιξοβάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αδ</i>-<i>ς</i>, [[άδος]] ([[πρβλ]]. [[κρεμ]]-<i>άς</i>, <i>μαιν</i>-<i>άς</i>), [[πρβλ]]. και μτχ. <i>φυγ</i>-<i>άς</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:17, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐγάς Medium diacritics: μιγάς Low diacritics: μιγάς Capitals: ΜΙΓΑΣ
Transliteration A: migás Transliteration B: migas Transliteration C: migas Beta Code: miga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ and ἡ, A mixed pell-mell, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ' ὁμοῦ E.Ba.18, cf. 1356; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες Isoc.4.24, etc.; πολλοὶ δ' ἔπιπτον μιγάδες E.Andr.1142: c. dat., Θρήϊξιν μιγάδες Σκύθαι A.R.4.320: as fem., μ. λοιβαί Id.3.1210. 2 = μιξοβάρβαρος, D.Chr.53.6.

German (Pape)

[Seite 182] άδος, gemischt, vermischt; μιγάδα βάρβαρον στρατόν, Eur. Bacch. 1353, vgl. ib. 18; πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες, Andr. 1143; ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, Isocr. 4, 24; μιγάδες μισθοφόροι, Pol. 4, 75, 6; Sp., als fem., μιγάδας λοιβάς, Ap. Rh. 3, 1210.

Greek (Liddell-Scott)

μῐγάς: -άδος, ὁ, καὶ ἡ, μεμιγμένος, σύμμικτος, «ἀνακατωμένος», Λατ. promiscuus, μιγάσιν Ἕλλησιν βαρβάροις θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Βάκχ. 18, πρβλ. 1355, Ἰσοκρ. 45C, κτλ.· πολλοὶ δ’ ἔπιπτον μιγάδες Εὐρ. Ἀνδρ. 1143· μετὰ δοτ., Θρήιξι μιγάδες Σκύθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 320· - ὡς θηλ., ὁ αὐτ. Γ. 1210. - ἀντίθετον τῷ λογάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
mêlé, mélangé, réuni pêle-mêle.
Étymologie: μίγνυμι.

Greek Monolingual

και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, -άδος, ὁ και ἡ)
αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ' ὁμοῦ» Ευρ.)
νεοελλ.
1. (βιολ.-ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά διαφορετικών γονέων και ιδίως εκείνων με σαφώς διαφορετικό χρώμα του δέρματος
2. ζωοτ. ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση γονέων οι οποίοι ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές του ίδιου είδους
3. μαθημ. αριθμός ο οποίος σύγκειται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες, αλλ. μιγαδικός αριθμός
αρχ.
μιξοβάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι + επίθημα -αδ-ς, άδος (πρβλ. κρεμ-άς, μαιν-άς), πρβλ. και μτχ. φυγ-άς].

Greek Monotonic

μῐγάς: -άδος, ὁ και ἡ (μίγα), αυτός που προήλθε από μείξη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῐγάς: άδος (ᾰδ) adj.
1) перемешанный, беспорядочный (πολλοὶ ἔπιπτον μιγάδες Eur.);
2) смешанный, разношерстный (βάρβαρος στρατός Eur.): μιγάδες ἐξ ἀπόρων καὶ ἀφανῶν Plut. всякий нищий сброд.

Middle Liddell

μῐγάς, άδος, μίγα
mixed pell-mell, Eur.

English (Woodhouse)

confused, indiscriminate, muddle, promiscuous, in a litter, mixed together, mixed up

⇢ Look up "μιγάς" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)