ἄσπαρτος: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
mNo edit summary |
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον [[sin cuerdas]] ἄ. χαμεύνη Did.<i>CP</i> 14.30a.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[no sembrado]] de la tierra [[inculto]] de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ [[ἀνήροτος]] <i>Od</i>.9.123, γαῖα <i>Orac.Sib</i>.3.6.47<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄσπαρτον [[la (tierra) no sembrada]] Plot.2.4.16<br /><b class="num">•</b>ἡ ἄ. [[la (región) no sembrada]], e.d. [[el mar]] Lib.<i>Eth</i>.24.4<br /><b class="num">•</b>de plantas [[silvestre]] πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι <i>Od</i>.9.109, cf. Numen.Her.<i>SHell</i>.582.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. del nacimiento de Cristo [[que no procede de fecundación]] τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.<i>Qu.in De</i>.42<br /><b class="num">•</b>fig. de pueblos [[carente de siembra]] e.d. [[no evangelizado]] ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B. | |dgtxt=-ον [[sin cuerdas]] ἄ. χαμεύνη Did.<i>CP</i> 14.30a.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[no sembrado]] de la tierra [[inculto]] de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ [[ἀνήροτος]] <i>Od</i>.9.123, γαῖα <i>Orac.Sib</i>.3.6.47<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄσπαρτον [[la (tierra) no sembrada]] Plot.2.4.16<br /><b class="num">•</b>ἡ ἄ. [[la (región) no sembrada]], e.d. [[el mar]] Lib.<i>Eth</i>.24.4<br /><b class="num">•</b>de plantas [[silvestre]] πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι <i>Od</i>.9.109, cf. Numen.Her.<i>SHell</i>.582.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. del nacimiento de [[Cristo]] [[que no procede de fecundación]] τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.<i>Qu.in De</i>.42<br /><b class="num">•</b>fig. de pueblos [[carente de siembra]] e.d. [[no evangelizado]] ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:10, 7 April 2022
English (LSJ)
ον, of land, A unsown, untilled, Od.9.123; but ἡ ἄσπαρτος the sea, Lib.Eth.24.4. 2 of plants, not sown, growing wild, Od.9.109, Numen. ap. Ath.9.371b.
German (Pape)
[Seite 373] unbesäet, ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος, νῆσος, Od. 9, 123; ungesäet, τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται ibid. 109; Numen. Ath. IX, 371 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non ensemencé;
2 non semé, non planté, qui pousse sans culture.
Étymologie: ἀ, σπαρτός.
English (Autenrieth)
(σπείρω): unsown, Od. 9.109 and 123.
Spanish (DGE)
-ον sin cuerdas ἄ. χαμεύνη Did.CP 14.30a.
-ον
1 no sembrado de la tierra inculto de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ ἀνήροτος Od.9.123, γαῖα Orac.Sib.3.6.47
•subst. τὸ ἄσπαρτον la (tierra) no sembrada Plot.2.4.16
•ἡ ἄ. la (región) no sembrada, e.d. el mar Lib.Eth.24.4
•de plantas silvestre πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι Od.9.109, cf. Numen.Her.SHell.582.
2 en lit. crist. del nacimiento de Cristo que no procede de fecundación τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.Qu.in De.42
•fig. de pueblos carente de siembra e.d. no evangelizado ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσπαρτος, -ον) σπείρω
(για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε
νεοελλ.
1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια»)
2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το
το φυτό ερύγγιο το πεδινό, το βοτάνι της αγάπης, το μοσκάγκαθο
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν αναπαράγεται με σπορά, ο αυτοφυής
2. αποδίδεται στην παρθενική γέννηση του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)
3. α) ο ακαλλιέργητος, ο βάρβαρος
β) μτφ. αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον γένος»).
Greek Monotonic
ἄσπαρτος: -ον (σπείρω)·
1. λέγεται για τη γη, άσπαρτος, ακαλλιέργητος, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για φυτά, αυτός που δεν σπέρνεται, αυτός που φυτρώνει μόνος του, αυτοφυής, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπαρτος:
1) незасеянный, т. е. невозделанный (sc. γῆ Hom.);
2) несеянный, т. е. дикорастущий (sc. φυτά Hom.).
Middle Liddell
σπείρω
1. of land, unsown, untilled, Od.
2. of plants, not sown, growing wild, Od.