αὐλῶπις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐλῶπις]], η (Α)<br /><b>1.</b> «[[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]]» ([[Όμηρος]])<br />[[περικεφαλαία]] με σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]] ή με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια<br /><b>2.</b> «[[αὐλῶπις]] [[λόγχη]]» — η [[λόγχη]] που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i>, θηλ. του -<i>ωπος</i>. Η [[σημασία]] της λ. [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]]», «([[περικεφαλαία]]) με [[τέσσερα]] [[άκρα]]», όταν προσδιορίζει το ουσ. [[τρυφάλεια]], «([[περικεφαλαία]]) με στενό [[γείσο]]» ή [[ακόμη]] «([[περικεφαλαία]]) με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -<i>ωπις</i> παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>, <i>ο</i>- [[οπός]] «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]»)].
|mltxt=[[αὐλῶπις]], η (Α)<br /><b>1.</b> «[[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]]» ([[Όμηρος]])<br />[[περικεφαλαία]] με σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]] ή με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια<br /><b>2.</b> «[[αὐλῶπις]] [[λόγχη]]» — η [[λόγχη]] που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπις</i>, θηλ. του -<i>ωπος</i>. Η [[σημασία]] της λ. [[είναι]] πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή [[υποδοχή]] απ' όπου βγαίνει το [[λοφίο]]», «([[περικεφαλαία]]) με [[τέσσερα]] [[άκρα]]», όταν προσδιορίζει το ουσ. [[τρυφάλεια]], «([[περικεφαλαία]]) με στενό [[γείσο]]» ή [[ακόμη]] «([[περικεφαλαία]]) με στενή [[σχισμή]] για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -<i>ωπις</i> παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη [[σημασία]] ([[πρβλ]]. <i>όπ</i>-<i>ωπ</i>-<i>α</i>, <i>ο</i>- [[οπός]] «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:31, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλῶπις Medium diacritics: αὐλῶπις Low diacritics: αυλώπις Capitals: ΑΥΛΩΠΙΣ
Transliteration A: aulō̂pis Transliteration B: aulōpis Transliteration C: avlopis Beta Code: au)lw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (ὤψ) in Il. always epithet of τρυφάλεια, helmet A with a tube-like opening between the cheek-pieces (acc. to Sch. with a tube (αὐλός) to hold the λόφος), Il.5.182, al.; λόγχη with a socket to hold the shaft, S.Fr.1027; περικεφαλαία conical, Ath.5.189c, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλῶπις: -ιδος, ἡ, (ὢψ), ἐν Ἰλ. αείποτε, αὐλῶπις τρυφάλεια - κατὰ τὸν Ἡσύχ. «εἶδος περικεφαλαίας, παραμήκεις ἐχούσης τὰς τῶν ὀφθαλμῶν (ὀπὰς) καὶ εἰς ὀξὺ ληγούσης· οἱ δὲ ἐκτεταμένον ἔχουσα τὸν λόφον», ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ. ἐσήμαινεν αὐλὸν εἰς ὃν προσηρμόζετο ὁ λόφος, αὐλωπίδί τε τρυφαλείῃ, «αὐλίσκον ἐχούσῃ, καθ’ οὗ πήγνυται ὁ λόφος» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 182, κτλ.· ὁ δὲ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 851) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ λόγχης «αὐλῶπιν· αὐλοὺς ἔχουσαν, Σοφοκλῆς δὲ τὴν λόγχην τὴν μακρὰν αὐλῶπιν εἶπεν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
percée de trous pour les yeux (ép. d’une visière de casque), ou plutôt, munie d’un tube (pour recevoir l’aigrette).
Étymologie: αὐλός, ὤψ.

English (Autenrieth)

ιδος (αὐλός): with upright tube, to receive the plume of a helmet, Il. 5.182. (Il.) (See cuts 16, 17.)

Spanish (DGE)

-ιδος, ἡ
• Morfología: [ac. -ῶπιν S.Fr.1027, Ath.189c]
la que termina en tubo epít. de τρυφάλεια Il.5.182, 11.353, 13.530, 16.795
como n. común yelmo rematado en forma de tubo Ath.l.c., Hsch.
ref. a la lanza larga o de largo tubo S.l.c.

Greek Monolingual

αὐλῶπις, η (Α)
1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος)
περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια
2. «αὐλῶπις λόγχη» — η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + -ωπις, θηλ. του -ωπος. Η σημασία της λ. είναι πολύ αμφίβολη. Μπορεί να σημαίνει «την προεκτεταμένη σωληνοειδή υποδοχή απ' όπου βγαίνει το λοφίο», «(περικεφαλαία) με τέσσερα άκρα», όταν προσδιορίζει το ουσ. τρυφάλεια, «(περικεφαλαία) με στενό γείσο» ή ακόμη «(περικεφαλαία) με στενή σχισμή για τα μάτια», όπου το β' συνθετικό -ωπις παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη σημασία (πρβλ. όπ-ωπ-α, ο- οπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»)].

Greek Monotonic

αὐλῶπις: -ίδος, ἡ (ὤψ), λέγεται για περικεφαλαία, με οπές μπροστά ώστε να προσαρμόζεται ο λόφος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐλῶπις: ιδος adj. f с трубкообразным шишом (для гребня или султана) (τουφάλεια Hom.).

Middle Liddell

[ὤψ]
of a helmet, with a tube in front, to hold the λόφος, Il.