δίκερως: Difference between revisions
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-ωτος), ο (Α [[δίκερως]], ο, η και [[δίκερως]], -ων)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> ο [[μαύρος]] [[ρινόκερος]] της Αφρικής<br /> <b>αρχ.</b><br /> (για ζώα ή για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δύο κέρατα.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>κερως</i> <span style="color: red;"><</span> πιθ. γεν. <i>κέρα</i> (<i>σ</i>)<i>ος</i> της λ. [[κέρας]] ( | |mltxt=(-ωτος), ο (Α [[δίκερως]], ο, η και [[δίκερως]], -ων)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> ο [[μαύρος]] [[ρινόκερος]] της Αφρικής<br /> <b>αρχ.</b><br /> (για ζώα ή για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δύο κέρατα.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>κερως</i> <span style="color: red;"><</span> πιθ. γεν. <i>κέρα</i> (<i>σ</i>)<i>ος</i> της λ. [[κέρας]] ([[πρβλ]]. [[άκερως]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ων, Orph. Fr. 274, Arist. HA 499b18, = δικέρως.
Greek (Liddell-Scott)
δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.
Spanish (DGE)
-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
bicorne φύσις de la luna, Orph.Fr.274, cf. AP 5.123 (Phld.), Orac.Sib.5.517, de Pan AP 9.142, de Adonis, Orph.H.56.6
•de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne Arist.HA 499b18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.
Greek Monolingual
(-ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, -ων)
νεοελλ.
ο μαύρος ρινόκερος της Αφρικής
αρχ.
(για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)].
Greek Monotonic
δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
δίκερως: 2, gen. ωτος двурогий (Πάν HH; sc. ζῷον Arst.; τράγος Anth.).