γαύρος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />το [[ψάρι]] [[γαύρος]], το [[χαψί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γλαύρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γραύλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γγραύλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εγγραύλος</i>, [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα εις -<i>ος</i> ονόματα ιχθύων <span style="color: red;"><</span> <i>εγγραύλεις</i>, πληθ. του αρχ. ονόματος <i>έγγραυλις</i> «μικρό [[ψάρι]]». Κατ' άλλους, [[γαύρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλαύρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γραύλος</i>, α' συνθετικό του αμάρτ. βυζαντινού <i>γραυλόπαστον</i> ([[πρβλ]]. <i>εγγραυλοπαστοφάγος</i> <b>(Πρόδρ.)</b>, δηλ. σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από σύνθετο όπως [[σπανοπώγων]] > [[σπανός]] ([[πρβλ]]. [[γαμψός]])].<br /><b>(II)</b><br />ο<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του δέντρου Καρπίνος ο [[ανατολικός]].<br /><b>(III)</b><br />ο (AM γαῡρος, -ον)<br />ο [[καμαρωτός]], ο [[περήφανος]] (α. «οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῡρον ὡς ἀνὴρ ἔφυ» — δεν υπάρχει πιο αλαζονικό από τον άντρα, <b>Ευρ.</b><br />β. «γαῡρος ὄλβῳ» — καμαρώνοντας για τα πλούτη του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σφοδρός]], ο [[ασυγκράτητος]] («γαύρο το [[κύμα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[βλάστηση]]) [[άφθονος]] («γαύρο [[χορτάρι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γαύρος]] συνδέεται με τα [[γάνυμαι]], [[γαίω]], που εκφράζουν την [[έννοια]] της χαράς κ.λπ., ίσως και με το [[γηθέω]] [[καθώς]] [[επίσης]] με το μσν. ιρλ. <i>g</i><i>ū</i><i>αire</i> «[[ευγενής]]». Εντούτοις η λ. [[γαύρος]] χρησιμοποιείται [[συχνά]] με κακή [[σημασία]], δηλώνοντας την [[υπερηφάνεια]], την [[αλαζονεία]]. Τέλος, πιθ. να έχει δεχθεί [[επίδραση]] από το [[αγαυός]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />το [[ψάρι]] [[γαύρος]], το [[χαψί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γλαύρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γραύλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γγραύλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εγγραύλος</i>, [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα εις -<i>ος</i> ονόματα ιχθύων <span style="color: red;"><</span> <i>εγγραύλεις</i>, πληθ. του αρχ. ονόματος <i>έγγραυλις</i> «μικρό [[ψάρι]]». Κατ' άλλους, [[γαύρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γλαύρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γραύλος</i>, α' συνθετικό του αμάρτ. βυζαντινού <i>γραυλόπαστον</i> ([[πρβλ]]. <i>εγγραυλοπαστοφάγος</i> <b>(Πρόδρ.)</b>, δηλ. σχηματίστηκε κατ' [[απόσπαση]] από σύνθετο όπως [[σπανοπώγων]] > [[σπανός]] ([[πρβλ]]. [[γαμψός]])].<br /><b>(II)</b><br />ο<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] του δέντρου Καρπίνος ο [[ανατολικός]].<br /><b>(III)</b><br />ο (AM γαῡρος, -ον)<br />ο [[καμαρωτός]], ο [[περήφανος]] (α. «οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῡρον ὡς ἀνὴρ ἔφυ» — δεν υπάρχει πιο αλαζονικό από τον άντρα, <b>Ευρ.</b><br />β. «γαῡρος ὄλβῳ» — καμαρώνοντας για τα πλούτη του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σφοδρός]], ο [[ασυγκράτητος]] («γαύρο το [[κύμα]]»)<br /><b>2.</b> (για [[βλάστηση]]) [[άφθονος]] («γαύρο [[χορτάρι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γαύρος]] συνδέεται με τα [[γάνυμαι]], [[γαίω]], που εκφράζουν την [[έννοια]] της χαράς κ.λπ., ίσως και με το [[γηθέω]] [[καθώς]] [[επίσης]] με το μσν. ιρλ. <i>g</i><i>ū</i><i>αire</i> «[[ευγενής]]». Εντούτοις η λ. [[γαύρος]] χρησιμοποιείται [[συχνά]] με κακή [[σημασία]], δηλώνοντας την [[υπερηφάνεια]], την [[αλαζονεία]]. Τέλος, πιθ. να έχει δεχθεί [[επίδραση]] από το [[αγαυός]]].
}}
{{trml
|trtx====[[anchovy]]===
Abkhaz: ақамашьиа; Arabic: أَنْشُوفة, بَلَم, أَنْشُوقَة; Armenian: անչոուս, անձրուկ; Middle Armenian: խամսի; Asturian: bocarte, anchoa; Azerbaijani: ançous; Basque: antxoa, bokarta; Bikol Central: bulinaw; Breton: genougamm; Bulgarian: аншоа, хамсия; Catalan: seitó, anxova; Chinese Mandarin: 鳳尾魚/凤尾鱼, 鯷/鳀; Cornish: ganowek; Corsican: anchjuva, anciua; Czech: ančovička, sardel; Danish: ansjos; Dutch: [[ansjovis]]; Esperanto: sardelo, anĉovo; Estonian: anšoovis; Faroese: ansjós; Finnish: sardelli, anjovis; French: [[anchois]]; Galician: bocareu, bocarte, anchoa; Georgian: ქაფშია; German: [[Sardelle]]; Greek: [[γαύρος]]; Hebrew: אַנְשׁוֹבִי, עַפְיָן; Hungarian: szardella, ajóka; Icelandic: ansjósa; Indonesian: bilis; Interlingua: anchoa; Irish: ainseabhaí; Italian: [[alice]], [[acciuga]]; Japanese: 片口鰯, カタクチイワシ, アンチョビ, アンチョビー; Karelian: ančoussu; Kazakh: қамса; Korean: 멸치; Latvian: anšovs; Ligurian: anciôa; Lithuanian: ančiuvis; Lombard Eastern: anciùa; Western: inciòda, incioda; Luxembourgish: Anchois; Malay: bilis; Manx: ançhovee; Maori: kokowhāwhā, korowhāwhā; Norwegian: ansjos; Occitan: anchòia; Old Occitan: anchoia; Persian: آنچوی; Piedmontese: anciova; Polish: sardela, anchois; Portuguese: [[anchova]], [[enchova]]; Romanian: sardele, hamsie, anșoa; Russian: [[анчоус]], [[хамса]]; Saanich: łáʔləs; Serbo-Croatian Cyrillic: ѝнћӯн; Roman: ìnćūn; Sicilian: anciova; Spanish: [[anchoa]], [[boquerón]], [[bocarte]]; Swedish: sardell; Tagalog: dilis, dulis, balawbalaw; Turkish: hamsi; Venetian: inciò, anciò; Vietnamese: cá cơm, cá trổng; Volapük: najov; Welsh: brwyniad; West Frisian: ansjofisk c
}}
}}

Latest revision as of 12:56, 26 March 2024

Greek Monolingual

(I)
ο
το ψάρι γαύρος, το χαψί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύρος < γραύλος < γγραύλος < εγγραύλος, σχηματισμός κατά τα εις -ος ονόματα ιχθύων < εγγραύλεις, πληθ. του αρχ. ονόματος έγγραυλις «μικρό ψάρι». Κατ' άλλους, γαύρος < γλαύρος < γραύλος, α' συνθετικό του αμάρτ. βυζαντινού γραυλόπαστον (πρβλ. εγγραυλοπαστοφάγος (Πρόδρ.), δηλ. σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από σύνθετο όπως σπανοπώγων > σπανός (πρβλ. γαμψός)].
(II)
ο
κοινή ονομασία του δέντρου Καρπίνος ο ανατολικός.
(III)
ο (AM γαῡρος, -ον)
ο καμαρωτός, ο περήφανος (α. «οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῡρον ὡς ἀνὴρ ἔφυ» — δεν υπάρχει πιο αλαζονικό από τον άντρα, Ευρ.
β. «γαῡρος ὄλβῳ» — καμαρώνοντας για τα πλούτη του
νεοελλ.
1. ο σφοδρός, ο ασυγκράτητος («γαύρο το κύμα»)
2. (για βλάστηση) άφθονος («γαύρο χορτάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαύρος συνδέεται με τα γάνυμαι, γαίω, που εκφράζουν την έννοια της χαράς κ.λπ., ίσως και με το γηθέω καθώς επίσης με το μσν. ιρλ. gūαire «ευγενής». Εντούτοις η λ. γαύρος χρησιμοποιείται συχνά με κακή σημασία, δηλώνοντας την υπερηφάνεια, την αλαζονεία. Τέλος, πιθ. να έχει δεχθεί επίδραση από το αγαυός].

Translations

anchovy

Abkhaz: ақамашьиа; Arabic: أَنْشُوفة, بَلَم, أَنْشُوقَة; Armenian: անչոուս, անձրուկ; Middle Armenian: խամսի; Asturian: bocarte, anchoa; Azerbaijani: ançous; Basque: antxoa, bokarta; Bikol Central: bulinaw; Breton: genougamm; Bulgarian: аншоа, хамсия; Catalan: seitó, anxova; Chinese Mandarin: 鳳尾魚/凤尾鱼, 鯷/鳀; Cornish: ganowek; Corsican: anchjuva, anciua; Czech: ančovička, sardel; Danish: ansjos; Dutch: ansjovis; Esperanto: sardelo, anĉovo; Estonian: anšoovis; Faroese: ansjós; Finnish: sardelli, anjovis; French: anchois; Galician: bocareu, bocarte, anchoa; Georgian: ქაფშია; German: Sardelle; Greek: γαύρος; Hebrew: אַנְשׁוֹבִי, עַפְיָן; Hungarian: szardella, ajóka; Icelandic: ansjósa; Indonesian: bilis; Interlingua: anchoa; Irish: ainseabhaí; Italian: alice, acciuga; Japanese: 片口鰯, カタクチイワシ, アンチョビ, アンチョビー; Karelian: ančoussu; Kazakh: қамса; Korean: 멸치; Latvian: anšovs; Ligurian: anciôa; Lithuanian: ančiuvis; Lombard Eastern: anciùa; Western: inciòda, incioda; Luxembourgish: Anchois; Malay: bilis; Manx: ançhovee; Maori: kokowhāwhā, korowhāwhā; Norwegian: ansjos; Occitan: anchòia; Old Occitan: anchoia; Persian: آنچوی; Piedmontese: anciova; Polish: sardela, anchois; Portuguese: anchova, enchova; Romanian: sardele, hamsie, anșoa; Russian: анчоус, хамса; Saanich: łáʔləs; Serbo-Croatian Cyrillic: ѝнћӯн; Roman: ìnćūn; Sicilian: anciova; Spanish: anchoa, boquerón, bocarte; Swedish: sardell; Tagalog: dilis, dulis, balawbalaw; Turkish: hamsi; Venetian: inciò, anciò; Vietnamese: cá cơm, cá trổng; Volapük: najov; Welsh: brwyniad; West Frisian: ansjofisk c