θαλασσίδιος: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θαλασσίδιος]], -ία, -ον (AM)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το θαλασσίδιον</i><br />[[κάλυμμα]] της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[θαλασσίδιος]], -ία, -ον (AM)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το θαλασσίδιον</i><br />[[κάλυμμα]] της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[μοιρίδιος]], [[προικίδιος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θᾰλασσίδιος:''' Her. = [[θαλάσσιος]]. | |elrutext='''θᾰλασσίδιος:''' Her. = [[θαλάσσιος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:29, 24 August 2021
English (LSJ)
α, ον, A = θαλάσσιος, χῶροι Hdt.4.199.
German (Pape)
[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θαλάσσιος.
Greek Monolingual
θαλασσίδιος, -ία, -ον (AM)
το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μοιρίδιος, προικίδιος)].
Russian (Dvoretsky)
θᾰλασσίδιος: Her. = θαλάσσιος.