θαυματοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό (Α [[θαυματοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θαύματα, [[γόης]], [[αγύρτης]], [[τερατουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θαυματοποιός]]<br />[[εκτελεστής]] θαυμάτων, [[ταχυδακτυλουργός]] («τοῦ γένους [[εἶναι]] τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]] ([[πρβλ]]. <i>μυθο</i>-[[ποιός]], <i>νομισματο</i>-[[ποιός]])].
|mltxt=-ό (Α [[θαυματοποιός]], -όν)<br />αυτός που κάνει θαύματα, [[γόης]], [[αγύρτης]], [[τερατουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[θαυματοποιός]]<br />[[εκτελεστής]] θαυμάτων, [[ταχυδακτυλουργός]] («τοῦ γένους [[εἶναι]] τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαύμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]] ([[πρβλ]]. [[μυθοποιός]], [[νομισματοποιός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:28, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτοποιός Medium diacritics: θαυματοποιός Low diacritics: θαυματοποιός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thaumatopoiós Transliteration B: thaumatopoios Transliteration C: thavmatopoios Beta Code: qaumatopoio/s

English (LSJ)

όν, A wonder-working, ὄνειροι Luc. Somn.14; acrobatic, κοῦραι Matro Conv.121: as Subst., conjurer, juggler, Pl.Sph.235b, D.2.19: as fem., IG11(2).110.34(Delos, iii B.C.), etc.; puppet-showman, Pl.R.514b, Phlp.in GA77.16.

German (Pape)

[Seite 1189] Wunder thuend, Gaukler, Taschenspieler; Plat. Soph. 235 h u. öfter; θαυματοποιῶν ἀσελγέστερος Dem. 2, 19; vgl. Ath. I, 19 e; ὄνειροι Luc. Somn. 14.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτοποιός: -όν, ποιῶν θαύματα, ὄνειροι Λουκ. Ἐνυπν. 14· ἐκτελῶν θαυμάσια ἔργα, κοῦραι Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β· ὡς οὐσιαστ., γόης, ἐκτελεστὴς πλαστῶν θαυμάτων, Πλάτ. Πολ. 514Β, Σοφ. 235Β, Δημ. 22. 19.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait voir des choses merveilleuses ; subst.θαυματοποιός jongleur, charlatan.
Étymologie: θαῦμα, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θαυματοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θαύματα, γόης, αγύρτης, τερατουργός
αρχ.
1. αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά
2. το αρσ. ως ουσ.θαυματοποιός
εκτελεστής θαυμάτων, ταχυδακτυλουργός («τοῦ γένους εἶναι τοῦ τῶν θαυματοποιῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. μυθοποιός, νομισματοποιός)].

Greek Monotonic

θαυμᾰτοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κάνει θαύματα· ως ουσ., μάγος, ταχυδακτυλουργός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰτοποιός: II ὁ фокусник, жонглер Plat., Arst., Plut.
творящий чудеса (ὄνειροι Luc.).

Middle Liddell

θαυμᾰτο-ποιός, όν ποιέω
wonder-working:—as Subst. a conjuror, juggler, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

juggler

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)