κλινίς: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλινίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κλινάριον]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>, τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) το [[κάθισμα]] της άμαξας στο οποίο καθόταν η [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κλινίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[κλινάριον]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>, τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) το [[κάθισμα]] της άμαξας στο οποίο καθόταν η [[νύφη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίς</i> / -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[δεσμίς]], [[στομίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = κλινίδιον, Cratin.137, Ar.Th.261. II = ἐπὶ τῆς ἁμάξης νυμφικὴ καθέδρα, Hsch., cf. Poll.10.33.
German (Pape)
[Seite 1454] ίδος, ἡ, dim. zu κλίνη, wie κλινίδιον; Ar. Th. 261; Crstin. bei Poll. 10, 33; nach Sp. u. Hesych. bes. der Sitz der Braut auf dem Wagen, der die Braut heimführt.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνίς: -ίδος, ἡ, = κλινίδιον, Κρατῖνος ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10, Ἀριστοφ. Θεσμ. 261· πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 33, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κλινίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. κλινάριον
2. (κατά τον Πολυδ., τον Ησύχ. και τον Φώτ.) το κάθισμα της άμαξας στο οποίο καθόταν η νύφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + υποκορ. κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. δεσμίς, στομίς)].
Russian (Dvoretsky)
κλῑνίς: ίδος ἡ небольшое ложе, кроватка Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινίς -ίδος, ἡ [κλίνη] bed.