Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεδήιος: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 10: Line 10:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μενε-[[δήιος]], ον<br />[[standing]] [[against]] the [[enemy]], [[staunch]], [[steadfast]], Il.; doric -[[δάϊος]], Anth.
|mdlsjtxt=μενε-[[δήιος]], ον<br />[[standing]] [[against]] the [[enemy]], [[staunch]], [[steadfast]], Il.; doric -[[δάϊος]], Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γενναῖος]]). Ἀπό τό [[μένος]] + [[δήιος]] ἤ δάιος καί δᾷος (=[[ἐχθρικός]]). Τό δᾷος ἀπό τό [[δαίω]] (=[[καίω]]).
}}
}}

Revision as of 14:45, 14 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

μενεδήιος: -ον, ὁ τηρῶν ἐν τῇ μάχῃ τὴν θέσιν του ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, κερτερικός, γενναῖος, ἀνδρεῖος, Ἰλ. Μ. 247, Ν. 228· Δωρ. -δάϊος, Ἀνθ. Π. 7. 208.

English (Autenrieth)

(μένω): withstanding the enemy, steadfast, brave, Il. 12.247 and Il. 13.228.

Greek Monolingual

μενεδήϊος, δωρ. τ. μενεδάϊος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του κατά τη μάχη, γενναίος, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- (βλ. μένω) + δήϊος «εχθρικός, φοβερός» (πρβλ. α-δήιος)].

Middle Liddell

μενε-δήιος, ον
standing against the enemy, staunch, steadfast, Il.; doric -δάϊος, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=γενναῖος). Ἀπό τό μένος + δήιος ἤ δάιος καί δᾷος (=ἐχθρικός). Τό δᾷος ἀπό τό δαίω (=καίω).