μόρφωμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=morfoma | |Transliteration C=morfoma | ||
|Beta Code=mo/rfwma | |Beta Code=mo/rfwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[form]], [[shape]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>310</span>; ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μ. <span class="bibl">A. <span class="title">Ag.</span>873</span>; <b class="b3">ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασι</b> ib.<span class="bibl">1218</span>; βροτείοις ἐμφερεῖς μ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Eu.</span>412</span>: pl. for sg., κύκνου μορφώματ' ὄρνιθος λαβών <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>19</span>: also in late Prose, Aq.<span class="title">Ge.</span>31.19, al., <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>26</span>, <span class="bibl">Heph.Astr.1.20</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 04:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, form, shape, Epicur.Fr.310; ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μ. A. Ag.873; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασι ib.1218; βροτείοις ἐμφερεῖς μ. Id.Eu.412: pl. for sg., κύκνου μορφώματ' ὄρνιθος λαβών E.Hel.19: also in late Prose, Aq.Ge.31.19, al., Ptol.Tetr.26, Heph.Astr.1.20.
German (Pape)
[Seite 209] τό, Gestalt, Bildung, Abbildung; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191, vgl. Eum. 390; κύκνου μορφώματ' ὄρνιθος λαβών, die Gestalt eines Schwans annehmend, Eur. Hel. 19, Plat. Gorg. 485 e; Epicur. bei S. Emp. adv. math. 7, 267.
Greek (Liddell-Scott)
μόρφωμα: τό, μορφή, σχῆμα, εἶδος, ἑνικ., Ἐπίκουρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 25, π. Μ. 7. 265· ἅπαξ ἑκάστῳ κατθανὼν μ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 873· ὀνείρων ἐμφερεῖς μορφώμασιν αὐτόθι 1218· βροτείοις ἐμφερεῖς μ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 412· πληθ. ἀντὶ ἑνικοῦ, κύκνου μορφώματ’ ὄρνιθος λαβὼν Εὐρ. Ἑλ. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
forme, figure, extérieur.
Étymologie: μορφόω.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μόρφωμα)
1. μορφή, εικόνα, σχήμα
νεοελλ.
1. δημιούργημα, σχηματισμός
2. βιολ. φαινότυπος που εμφανίζεται σε ένα είδος ως αντίδραση σε ασυνήθιστο ή τεχνητό περιβάλλον
μσν.
απεικόνιση μορφής, κυρίως αγίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώνω ή < μορφή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφαλή: κεφάλωμα, μηχανή: μηχάνωμα)].
Greek Monotonic
μόρφωμα: -ατος, τό, μορφή, σχήμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μόρφωμα: ατος τό тж. pl. вид, образ или форма (κύκνου Eur.): ὀνείρων μορφώματα Aesch. сонные видения.
Middle Liddell
μόρφωμα, ατος, τό,
form, shape, Aesch., Eur.