μιμηλός: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιμηλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]] στο να μιμείται, [[μιμητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' [[απομίμηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μιμηλῶς</i> (Μ)<br />μιμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] ή <i>μιμοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μιμηλός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[επιτήδειος]] στο να μιμείται, [[μιμητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' [[απομίμηση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μιμηλῶς</i> (Μ)<br />μιμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῖμος]] ή <i>μιμοῦμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> ([[πρβλ]]. [[καπνηλός]], [[σφριγηλός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, A imitative, τέχνη Luc.JTr.33; γραφίς Man. 6.525; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.UP3.16: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.Im.17 (Sup.); βιότου AP9.280 (Apollonid.). II Pass., imitated, copied, εἰκών portrait, Plu.Ages.2. Adv.-λῶς Eust.6.7, Suid. s.v. δρᾶμα.
German (Pape)
[Seite 186] nachahmend, geschickt im Nachahmen; μιμηλότατοι τεχνιτῶν, Luc. Imag. 17; Pisc. 36; vgl. μιμηλὸν βιότου πτερόν, Apollnds 22 (IX, 280). – Eine Art Komödie, Suid. v. Σωσάβιος. – Pass., nachgeahmt, Plut. Agesil. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμηλός: -ή, -όν, μιμητικός, τέχνη Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 33· γραφὶς Μανέθων 6. 525· μετὰ γεν., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Λουκ. Εἰκόν. 17· βιότου Ἀνθ. Π. 9. 280· γελοίων Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. Παθ., μεμιμημένος, κατὰ μίμησιν πεποιημένος, εἰκὼν Πλουτ. Ἀγησ. 2, πρβλ. 2. 215Α. Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ. 6. 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui imite, habile à imiter;
2 imité, contrefait ; ἡ μιμηλά (εἰκών) image dor.
Sp. μιμηλότατος.
Étymologie: μιμέομαι.
Greek Monolingual
μιμηλός, -ή, -όν (Α)
1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός
2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' απομίμηση.
επίρρ...
μιμηλῶς (Μ)
μιμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπνηλός, σφριγηλός)].
Greek Monotonic
μῑμηλός: -ή, -όν,
I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ.
II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μῑμηλός:
1) изобразительный, подражательный, способный изображать (τέχνη Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;
2) изображенный, воспроизведенный с натуры (εἰκών Plut.).
Middle Liddell
μῑμηλός, ή, όν
I. imitative, c. gen., Luc., Anth.
II. pass. imitated, copied, Plut. [from μιμέομαι