ἀρτίτοκος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρτίτοκος:''' новорожденный Luc., Anth. | |elrutext='''ἀρτίτοκος:''' [[новорожденный]] Luc., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τίκτω]]<br /><b class="num">I.</b> new-[[born]], Anth., Luc.<br /><b class="num">II.</b> paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having [[just]] given [[birth]], Anth. | |mdlsjtxt=[[τίκτω]]<br /><b class="num">I.</b> new-[[born]], Anth., Luc.<br /><b class="num">II.</b> paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having [[just]] given [[birth]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A new-born, AP6.154 (Leon. or Gaet.), Luc.DDeor.7.1, Them. Or.25.311a; new-laid, ᾠά Aret.CA1.10: metaph., σελήνη Opp.C. 4.123. II parox. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, ib.3.119, AP7.729 (Tymn.), 9.2 (Tib. Ill.).
German (Pape)
[Seite 362] neugeboren, χίμαρος Leon. Tar. 30 (VI, 154); ἀρτιτόκος, eben erst geboren habend, Tymn. 6 (VII, 729); Tib. III. 1 (IX, 2).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίτοκος: -ον, ὁ ἀρτίως τεχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 154, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 1.· μεταφ., σελήνη Ὀππ. Κ. 4. 123. ΙΙ. ἀρτιτόκος, ον, (παροξυτόνως) ἡ ἀρτίως τεκοῦσα, ὄρνις ἀρτιτόκος Ὀππ. Κ. 3. 119, Ἀνθ. Π. 7. 729., 9, 2: - οὕτω, καὶ ἀρτιτοκοῦσα, μετοχ. τοῦ ἀρτιτοκέω, Γεωπ. 5, 41, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, τίκτω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1recién nacido de anim. χίμαρος AP 6.154 (Leon. o Gaetul.), ὄϊς Longus 1.5, cf. Nonn.D.14.154, 17.78
•de pers. βρέφος App.BC 4.4, Nonn.D.47.490
•de huevos recién puesto Aret.CA 1.10.8
•fig. ἀ. σελήνη de la luna en la primera fase del cuarto creciente, Opp.C.4.123
•subst. τὸ ἀ. recién nacido Aristid.Quint.113.18, Them.Or.25.311a.
2 de parto inminente ὠδῖνες Pamprepius 3.44.
II subst. τὸ ἀ. criatura perfectamente conformada op. ἔκτρωμα Chrys.M.48.699.
Greek Monolingual
ἀρτίτοκος, -ον (Α)
1. ο νεογέννητος
2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί- + -τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο, βλ. λ. (πρβλ. επίσης ακρόβολος, ακροβόλος, πρωτότοκος, πρωτοτόκος)].
ἀρτιτόκος, η (Α)
αυτή που γέννησε προ ολίγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας < αρτι- + -τοκος < τόκος (βλ. λ. αρτίτοκος)].
Greek Monotonic
ἀρτίτοκος: -ον (τίκτω)·
I. νεογέννητος, σε Ανθ., Λουκ.
II. παροξύτ., ἀρτιτόκος, -ον, αυτή που μόλις γέννησε, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίτοκος: новорожденный Luc., Anth.
Middle Liddell
τίκτω
I. new-born, Anth., Luc.
II. paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, Anth.