κουρικός: Difference between revisions
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κουρικός:''' служащий для стрижки или бритья, парикмахерский ([[μάχαιρα]] Plut.). | |elrutext='''κουρικός:''' [[служащий для стрижки или бритья]], [[парикмахерский]] ([[μάχαιρα]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-. | |elnltext=κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, (κουρά) A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as substantive, κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.). II (κοῦρος A) like a youth. Adv. κουρικῶς Apollon.Lex.s.v. κουρίξ.
Greek (Liddell-Scott)
κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9· αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.
Greek Monolingual
(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμα («ὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῖν κουρικαῑς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.
(II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
κούρος (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.
Russian (Dvoretsky)
κουρικός: служащий для стрижки или бритья, парикмахерский (μάχαιρα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.