Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίβος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> goutte d’un liquide, <i>particul.</i> larme;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> goutte d'un liquide, <i>particul.</i> larme;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:47, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίβος Medium diacritics: λίβος Low diacritics: λίβος Capitals: ΛΙΒΟΣ
Transliteration A: líbos Transliteration B: libos Transliteration C: livos Beta Code: li/bos

English (LSJ)

[ῐ], εος, τό, (lei/bw) A = λιβάς, in plural, tears, A.Ch.448 (lyr.); v. λίπος. 2 = ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων, Gal.19.118. II = Lat. libum, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.15.647d, cf. Ath.3.126a.

German (Pape)

[Seite 42] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = λιβάς, von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = λίβον, Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

λίβος: [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, λείβω, = λιβάς)· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. λίπος. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 goutte d'un liquide, particul. larme;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.

Greek Monolingual

(I)
λίβος, τὸ (Α)
1. σταλαγμός, σταλαγματιά
2. είδος κολλυρίου
3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα
τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό του τόνου].
(II)
λίβος, τὸ (Α)
είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libum, -i (σπάνια libus, -i), πίτα από γάλα ή λάδι βουτηγμένη στο μέλι, που συνήθως προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. libum < libo «χύνω, κάνω σπονδή», της ίδιας ρίζας με το λείβω.

Greek Monotonic

λίβος: [ῐ], τό, = λιβάς· λίβος αἵματος, σταγόνα ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. λίβη, δάκρυα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λίβος: εος (ῐ) τό капля, слеза Aesch.

Middle Liddell


= λιβάς: λ. αἵματος a drop or fleck of blood, Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch.