ἀόργητος: Difference between revisions
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀόργητος:''' незлобивый, невозмутимый Arst., Plut. | |elrutext='''ἀόργητος:''' [[незлобивый]], [[невозмутимый]] Arst., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὀργή]]<br />[[incapable]] of [[anger]], Arist. | |mdlsjtxt=[[ὀργή]]<br />[[incapable]] of [[anger]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 25 October 2021
English (LSJ)
ον, incapable of anger, not irascible, not passionate, indifferent, Arist.EN1108a8:—in good sense, Phld.Ir.p.71 W., Plu.2.10c, Luc.Herm.12, Aret.CD1.4, etc. τό ἀόργητον = meekness, non-irascibility, keeping one's temper; τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ = to be able also to subdue anger is the part of a wise man Plu. 2.10b. Adv. ἀοργήτως = without anger, without getting carried away Phld. Lib.p.7 O., Arr.Epict.3.18.6, Hierocl. in CA12p.447M.
German (Pape)
[Seite 272] der nicht in Zorn geräth, Ggstz von ὀργίλος, Arist. Eth. Nic. 2, 7 Luc. Pisc. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόργητος: -ον, ὁ μὴ ὀργιζόμενος, ὁ μὴ ἔχων ὀργήν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 10: ― Ἐπὶ καλῆς σημασ., Πλούτ. 2. 10Β, κτλ. ― Ἐπίρρ. -της Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 18, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 indifférent;
2 doux, calme.
Étymologie: ἀ, ὀργάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indiferente, que no se apasiona por nada ὁ δ' ἐλλείπων ἀόργητός τις Arist.EN 1108a8.
2 que no se enfurece, no irascible τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.71, ἀνήρ Luc.Herm.12, del sabio estoico, Chrysipp.Stoic.3.110, de Dios, 1Ep.Clem.19.3, cf. Luc.Pisc.34, Ep.Diog.8.8, Aret.CD 1.4.11.
II subst. τὸ ἀ. mansedumbre τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ = el no irritarse es, ciertamente, propio de un hombre sabio Plu.2.10b, cf. M.Ant.1.1, Arr.Epict.3.20.9.
III adv. ἀοργήτως, ἀοργητί = sin enfurecerse, mansamente ἀπολογηθῆναι ... ἀ. Arr.Epict.3.18.6, ἀ. ἀκούοντας Hierocl.in CA 12.5, cf. Luc.Demon.51.
Greek Monolingual
ἀόργητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί
2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -οργητος, εκτεταμένος τ. του -οργος (< οργή), κατά το άνοος -ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)].
Greek Monotonic
ἀόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από οργή, πράος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ἀόργητος: незлобивый, невозмутимый Arst., Plut.