Σιμόεις: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - " ," to ",") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εντος, και | |mltxt=-εντος, και Σιμοῦς, -οῦν | ||
τος, ὁ, Α<br />[[ποταμός]] της Τρωάδος της Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ [[συχνά]] στην [[Ιλιάδα]] του Ομήρου, [[ιδίως]] στις αφηγήσεις μαχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με [[σιμός]] δεν θεωρείται πιθανή]. | τος, ὁ, Α<br />[[ποταμός]] της Τρωάδος της Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ [[συχνά]] στην [[Ιλιάδα]] του Ομήρου, [[ιδίως]] στις αφηγήσεις μαχών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με [[σιμός]] δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 13 June 2022
English (LSJ)
εντος, ὁ, the river Simois, Il.4.475, al.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.Th.342:—Adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, E. Or.809 (lyr.), IA767 (lyr.); also ος, ον Id.Hel.250 (lyr.); poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Id.Andr.1019 (lyr.); Σιμουντίς, Ar.Th.110; also Σιμοείσιος, ον, Str.13.1.34, Tryph.326 (as pr. n., Il.4.474).
Greek (Liddell-Scott)
Σῑμόεις: -εντος, ὁ, Simoïs, Ἰλ.· συνῃρ. Σῐμοῦς, οῦντος, Ἡσ. Θ. 342· ― ἐπίθετ. Σιμοέντιος, συνῃρ. Σιμούντιος, α, ον, Ευρ. Ὀρ. 809. Ι. Α. 767· ὡσαύτως ος, ον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 250· ποιητ. θηλ. Σιμοεντίς, -ίδος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1018· Σιμοῦντις Ἀριστοφ. Θεσμ. 110· ὡσαύτως Σιμοείσιος, ον, Στράβ. 597, Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-.) 326.
French (Bailly abrégé)
όεντος (ὁ) :
le Simoïs, fl. de Troade.
Étymologie:.
English (Autenrieth)
Simois.—(1) a small river rising in Mt. Ida, and flowing through the Trojan plain into the Scamander, Il. 5.774,, Il. 12.22, Il. 4.475, Ζ, Il. 20.52. (See plate V., at end of volume).—(2) the same personified, the god of the river, Il. 21.307.
Greek Monolingual
-εντος, και Σιμοῦς, -οῦν
τος, ὁ, Α
ποταμός της Τρωάδος της Μικράς Ασίας, που αναφέρεται πολύ συχνά στην Ιλιάδα του Ομήρου, ιδίως στις αφηγήσεις μαχών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με σιμός δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
Σῐμόεις: -εντος, ὁ, ο ποταμός Σιμόεις, μικρός ποταμός της Μικράς Ασίας που χυνόταν στον ποταμό Σκάμανδρο, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. Σῐμοῦς, -οῦντος, σε Ησίοδ.· επίθ., Σιμοέντιος, συνηρ. Σιμούντιος, -α, -ον ή -ος, -ον, σε Ευρ.· ποιητ. θηλ. Σιμοεντίς, -ίδος, στον ίδ.· επίσης Σιμοείσιος, -ον, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
Σῐμόεις: όεντος, стяж. Σῐμοῦς, οῦντος ὁ Симоэнт или Симунт (приток р. Скамандр в Троаде) Hom. etc.
Middle Liddell
Σῐμόεις, εντος, ὁ,
the river Simois, Il.; contr. Σῐμοῦς, οῦντος, Hes.; adj. Σιμοέντιος, contr. Σιμούντιος, α, ον, or ος, ον, Eur.; poet. fem. Σιμοεντίς, ίδος, Eur.; also Σιμοείσιος, ον, Strab.