πενταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentaplasios
|Transliteration C=pentaplasios
|Beta Code=pentapla/sios
|Beta Code=pentapla/sios
|Definition=α, ον, Ion. πεντα-πλήσιος, η, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[five-fold]], <span class="bibl">Hdt.6.13</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1265b22</span>; <b class="b3">π. τινός</b> [[five times as large as]]... ib.<span class="bibl">1266b6</span>; [[five times as much]], Orib.<span class="title">Fr.</span>99. Adv. -ως <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>43.34</span>.</span>
|Definition=α, ον, Ion. πεντα-πλήσιος, η, ον, [[five-fold]], <span class="bibl">Hdt.6.13</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1265b22</span>; <b class="b3">π. τινός</b> [[five times as large as]]... ib.<span class="bibl">1266b6</span>; [[five times as much]], Orib.<span class="title">Fr.</span>99. Adv. -ως <span class="bibl">LXX <span class="title">Ge.</span>43.34</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:45, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταπλᾰσιος Medium diacritics: πενταπλάσιος Low diacritics: πενταπλάσιος Capitals: ΠΕΝΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: pentaplásios Transliteration B: pentaplasios Transliteration C: pentaplasios Beta Code: pentapla/sios

English (LSJ)

α, ον, Ion. πεντα-πλήσιος, η, ον, five-fold, Hdt.6.13, Arist. Pol.1265b22; π. τινός five times as large as... ib.1266b6; five times as much, Orib.Fr.99. Adv. -ως LXX Ge.43.34.

German (Pape)

[Seite 557] ion. -πλήσιος, Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πενταπλάσιος: -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, πεντάκις μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, πεντάκις μεγαλείτερός τινος, αὐτόθι 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
cinq fois aussi grand, quintuple.
Étymologie: πέντε, -πλασιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / πενταπλάσιος, -ία, -ον και ιων. τ. πενταπλήσιος, -ίη, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι πέντε φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως μονάδα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πενταπλάσιο
ποσότητα πέντε φορές μεγαλύτερη από μια άλλη.
επίρρ...
πενταπλασίως ΝΑ
σε πενταπλάσια ποσότητα, ή ένταση ή σε πενταπλάσιο μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλάσιος].

Greek Monotonic

πενταπλάσιος: -α, -ον, Ιων. -πλήσιος, -η, -ον, πέντε φορές μεγαλύτερος, σε Ηρόδ.· πενταπλάσιός τινος, πέντε φορές πιο μεγάλος όσο..., σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πενταπλάσιος: ион. πενταπλήσιος 3 впятеро больший Her., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταπλάσιος -ον, Ion. πενταπλήσιος [πέντα, ~ διπλάσιος] vijfvoudig; met gen. vijfmaal:. πενταπλασίαν... τῆς ἐλαχίστης ( κτήσεως ) vijfmaal het kleinste (grondbezit) Aristot. Pol. 1266b6.

Middle Liddell

πεντα-πλάσιος, η, ον
five-fold, Hdt.; π. τινος five times as large as…, Arist.