ἐγχράω: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] dasselbe, [[varia lectio|v.l.]] Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ [[πρός]] τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0714.png Seite 714]] dasselbe, [[varia lectio|v.l.]] Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ [[πρός]] τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> ἐγκεχρημένος;<br />porter un coup, diriger une attaque contre.<br />'''Étymologie:''' p. *ἐγχράϜω, de [[ἐν]], [[χραύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγχράω''': καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ [[ἐγχρίμπτω]] ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ [[πρόσωπον]] τὸ [[σκῆπτρον]] Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις [[τύπος]] ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ [[πρός]] τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ [[ἐγχειρέω]]). | |lstext='''ἐγχράω''': καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ [[ἐγχρίμπτω]] ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ [[πρόσωπον]] τὸ [[σκῆπτρον]] Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις [[τύπος]] ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ [[πρός]] τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ [[ἐγχειρέω]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:40, 2 October 2022
English (LSJ)
and ἐγχραύω, Ep. ἐνιχραύω Nic.Th.277:—like ἐγχρίμπτω, A dash against, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Hdt.6.75; κυνόδοντά τισι Nic. l. c. II Pass., ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοι) there were wars undertaken... Hdt.7.145 (prob. f.l. for ἐγκεκρημένοι).
German (Pape)
[Seite 714] dasselbe, v.l. Her. 6, 75; pass., ἔσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι πόλεμοι, 7, 145, auch gegen einige Andere waren heftige Kriege im Gange, was von mehreren Auslegern auf ἐγχειράω zurückgeführt worden.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἐγκεχρημένος;
porter un coup, diriger une attaque contre.
Étymologie: p. *ἐγχράϜω, de ἐν, χραύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχράω: καὶ ἐγχραύω, ὡς τὸ ἐγχρίμπτω ὠθῶ εἰς…, Λατ. impingere, ἐνέχραυεν ἐς τὸ πρόσωπον τὸ σκῆπτρον Valck. Ἡρόδ. 6. 75. ΙΙ. παθ. τις τύπος ὑπάρχει παρ’ Ἡρόδ. 7. 145, ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεχρημένοι ἐνν. πόλεμοι, ἐπικεχειρημένοι· ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ ἐγκεχειρημένοι (ἐκ τοῦ ἐγχειρέω).
Greek Monotonic
ἐγχράω: και -χραύω, όπως το ἐγχρίμπτω, ωθώ, Λατ. impingere, σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ., ἦσαν ἐγκεχρημένοι (ενν. πόλεμοι), υπήρχαν πόλεμοι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Middle Liddell
and -χραύω like ἐγχρίμπτω
to dash against, Lat. impingere, Hdt.:—perf. part. pass., ἔσαν ἐγκεχρημένοι (sc. πόλεμοἰ there were wars urged on, Hdt.