συνέπεια: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον → you can't escape your destiny | there is no escaping from destiny | it's impossible to escape from what is destined | it is impossible to escape from what is destined | what is fated is impossible to escape | if you're born to be hanged, then you'll never be drowned | he that is born to be hanged shall never be drowned | if you are born to be hanged then you'll never be drowned | if you're born to be hanged then you'll never be drowned| you can't outrun your fate | you cannot outrun your fate | you can't stop fate | that's the way the cookie crumbles

Source
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synepeia
|Transliteration C=synepeia
|Beta Code=sune/peia
|Beta Code=sune/peia
|Definition=ἡ, (ἔπος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[connection of words]] or [[verses]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>23</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[συνέχεια]]), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>41.25</span>; acc. sg. <b class="b3">συνεπ[ει]αν</b> is dub. l. in <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.28</span>.</span>
|Definition=ἡ, (ἔπος) [[connection of words]] or [[verses]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>23</span> ([[varia lectio|v.l.]] [[συνέχεια]]), <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>41.25</span>; acc. sg. <b class="b3">συνεπ[ει]αν</b> is dub. l. in <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.28</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:48, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέπεια Medium diacritics: συνέπεια Low diacritics: συνέπεια Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΑ
Transliteration A: synépeia Transliteration B: synepeia Transliteration C: synepeia Beta Code: sune/peia

English (LSJ)

ἡ, (ἔπος) connection of words or verses, D.H.Comp.23 (v.l. συνέχεια), A.D.Synt.41.25; acc. sg. συνεπ[ει]αν is dub. l. in Phld.Po.2.28.

German (Pape)

[Seite 1016] ἡ, der Zusammenhang der Worte, der Context, D. Hal. de C. V. 23 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέπεια: ἡ, (ἔπος) συναφή, συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι συνέχεια), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του»)
2. λογική ακολουθία
3. το να είναι κανείς πιστός στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον του
4. φρ. «κατά συνέπεια» — σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη τών πραγμάτων, συνεπώς, επομένως
μσν.-αρχ.
σύνδεση, συνειρμός τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. αρτι-έπεια].

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του»)
2. λογική ακολουθία
3. το να είναι κανείς πιστός στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον του
4. φρ. «κατά συνέπεια» — σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη τών πραγμάτων, συνεπώς, επομένως
μσν.-αρχ.
σύνδεση, συνειρμός τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. αρτι-έπεια].