παρενείρω: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρενείρω:''' вводить, вставлять, вносить: ἑαυτὸν εἰς πάντα π. Plut. вмешиваться во все. | |elrutext='''παρενείρω:''' [[вводить]], [[вставлять]], [[вносить]]: ἑαυτὸν εἰς πάντα π. Plut. вмешиваться во все. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 20 August 2022
English (LSJ)
A put in by the side, τὴν χεῖρα Sor.2.60 : metaph., ἑαυτὸν εἰς πάντα π. intrude oneself into everything, Plu.2.793d; τῷλόγῳ περιττὰς προτάσεις Alex.Aphr. in Top.521.34, cf. Eust.7.39.
German (Pape)
[Seite 516] (εἴρω), daneben einreihen, einschalten, Ath. IV, 190 b u. a. Sp.; ἑαυτὸν εἰς πάντα, sich in Alles einmischen, neben καταμιγνὺς εἰς πάντα, Plut. an seni ger. resp. 18.
Greek (Liddell-Scott)
παρενείρω: παρεισάγω, εἰς πάντα παρενείρων ... ἑαυτόν, παρεισάγων ἑαυτὸν εἰς πᾶν πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 793D· τι τῷ λόγῳ Εὐστ. 7. 39· τι μεταξὺ τῶν λόγων Ἄννα Κομν. 1. 338. - Κατὰ Σουΐδ.: «παρενείρει, παρεμβάλλει, ἤγουν λέγει».
Greek Monolingual
ΝΜΑ
παρεμβάλλω, παρενθέτω («τῷ λόγῳ περιττὰς προτάσεις παρενείρειν», Αλέξ. Αφρ.)
αρχ.
1. παρεισάγω («παρενείρειν χεῖρα», Σωρ.)
2. φρ. «ἑαυτὸν εἰς πάντα παρενείρων» — παρεμβάλλοντας τον εαυτόν του σε κάθε πράγμα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐνείρω «συμπλέκω, συναρμόζω, τοποθετώ μέσα»].
Russian (Dvoretsky)
παρενείρω: вводить, вставлять, вносить: ἑαυτὸν εἰς πάντα π. Plut. вмешиваться во все.