πολύφωνος: Difference between revisions
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
m (Text replacement - "neut. pl. as Adv." to "neuter plural as adverb") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολύφωνος:'''<br /><b class="num">1)</b> многоголосый (ὄρνιθες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> болтливый (sc. ἡ [[μέθη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> развязывающий язык (ὁ [[οἶνος]] Plut.). | |elrutext='''πολύφωνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[многоголосый]] (ὄρνιθες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[болтливый]] (sc. ἡ [[μέθη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> развязывающий язык (ὁ [[οἶνος]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />[[much]]-[[talking]], [[loquacious]], Luc. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-φωνος, ον, [[φωνή]]<br />[[much]]-[[talking]], [[loquacious]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A having many tones, ὄρνιθες Arist.PA660a34; κίττα Plu.2.973c, etc.: neuter plural as adverb, πολύφωνα κρῶξαι Arat.1002. 2 having many voices, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; loquacious, talkative, π. ὁ οἶνος ib.715a, cf. Luc.Hist.Conscr.4. 3 manifold in expression, of Homer, D.H.Comp.16 (Sup.), Str.3.2.12; τὸ π., of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, -ότερος [τοῦ Δημοσθένους] Longin. 34.1.
German (Pape)
[Seite 676] vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφωνος: -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ αἴτιος πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ οἶνος Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν ποικίλος, ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. πολύφοινος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a beaucoup de sons;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: πολύς, φωνή.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους
νεοελλ.
μουσ. σχετικός με την πολυφωνία
αρχ.
1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος
2. αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες
3. (σχετικά με το κρασί) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα πολλά λόγια
4. (ως επίθ. του Ομήρου αλλά και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει ποικιλία στην έκφραση
5. (το ουδ, ως επίθ.) τὸ πολύφωνον
προσωνυμία του Πλάτωνος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύφωνα
με ποικίλη φωνή.
επίρρ...
πολύφωνα Ν, πολυφώνως ΜΑ
κατά τρόπο πολύφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. αγριό-φωνος, λεπτό-φωνος].
Greek Monotonic
πολύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφωνος -ον [πολύς, φωνή] met vele stemmen:. ἐν οὕτω πολυφώνῳ τῷ καιρῷ in een tijd waarin zo veel verschillende stemmen klinken Luc. 59.4; ποῖον πολυφωνότερον ἄκουσμα; wat is vocaal rijker om naar te luisteren? Luc. 45.72.
Russian (Dvoretsky)
πολύφωνος:
1) многоголосый (ὄρνιθες Arst.);
2) болтливый (sc. ἡ μέθη Plut.);
3) развязывающий язык (ὁ οἶνος Plut.).
Middle Liddell
πολύ-φωνος, ον, φωνή
much-talking, loquacious, Luc.