γδοῦπος: Difference between revisions
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=gdou=pos | |Beta Code=gdou=pos | ||
|Definition=γδουπέω, poet. forms for [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (esp. in compds., e.g. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span>, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν <span class="bibl">Il.11.45</span>.</span> | |Definition=γδουπέω, poet. forms for [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (esp. in compds., e.g. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span>, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν <span class="bibl">Il.11.45</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[δοῦπος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γδοῦπος''': γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἀντὶ [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἰλ. Λ. 45. | |lstext='''γδοῦπος''': γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἀντὶ [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἰλ. Λ. 45. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM γδοῦπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]]. | |mltxt=ο (AM γδοῦπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
γδουπέω, poet. forms for δοῦπος, δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω) A, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
French (Bailly abrégé)
v. δοῦπος.
Greek (Liddell-Scott)
γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.
Greek Monolingual
ο (AM γδοῦπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δούπος. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε -γδουπος έναντι εκείνων σε -δουπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -γδουπος) βαρύγδουπος
αρχ.
αλίγδουπος, ερίγδουπος, μασίγδουπος, μελίγδουπος.