οίκημα: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[οἴκημα]]) [[οικώ]]<br />[[χώρος]] στεγασμένος ο [[οποίος]] χρησιμεύει ως [[τόπος]] διαμονής, [[σπίτι]], [[κατοικία]] («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατοικημένος [[τόπος]] («ἱερὸν [[ἔσχον]] [[οἴκημα]] ποταμοῦ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] ύπνου, [[κοιτώνας]] («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ [[οἴκημα]], ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθουσα]] φαγητού<br /><b>5.</b> [[μαγειρείο]], [[καπηλειό]]<br /><b>6.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>7.</b> [[ναός]], [[ναΐσκος]]<br /><b>8.</b> [[δωμάτιο]] σε ναό<br /><b>9.</b> [[φυλακή]] («ἐς [[οἴκημα]] μέγα καθεῑρξαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κλουβί]] όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[στάβλος]] αλόγου<br /><b>12.</b> [[αποθήκη]] τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῑτον καὶ [[οἶνον]]», Δημ.)<br /><b>13.</b> [[εργαστήριο]]<br /><b>14.</b> επίπεδο, [[πάτωμα]]<br /><b>15.</b> <b>μτφ.</b> «αἰσθητικὸν [[οἴκημα]]» — ο [[άνθρωπος]].
|mltxt=το (ΑΜ [[οἴκημα]]) [[οικώ]]<br />[[χώρος]] στεγασμένος ο [[οποίος]] χρησιμεύει ως [[τόπος]] διαμονής, [[σπίτι]], [[κατοικία]] («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασι ναίουσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατοικημένος [[τόπος]] («ἱερὸν [[ἔσχον]] [[οἴκημα]] ποταμοῦ», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> [[δωμάτιο]] ύπνου, [[κοιτώνας]] («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ [[οἴκημα]], ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αίθουσα]] φαγητού<br /><b>5.</b> [[μαγειρείο]], [[καπηλειό]]<br /><b>6.</b> [[πορνείο]], [[χαμαιτυπείο]]<br /><b>7.</b> [[ναός]], [[ναΐσκος]]<br /><b>8.</b> [[δωμάτιο]] σε ναό<br /><b>9.</b> [[φυλακή]] («ἐς [[οἴκημα]] μέγα καθεῑρξαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κλουβί]] όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[στάβλος]] αλόγου<br /><b>12.</b> [[αποθήκη]] τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῑτον καὶ [[οἶνον]]», Δημ.)<br /><b>13.</b> [[εργαστήριο]]<br /><b>14.</b> επίπεδο, [[πάτωμα]]<br /><b>15.</b> <b>μτφ.</b> «αἰσθητικὸν [[οἴκημα]]» — ο [[άνθρωπος]].
}}
}}

Revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἴκημα) οικώ
χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ», Πίνδ.)
2. δωμάτιο, θάλαμος
3. δωμάτιο ύπνου, κοιτώνας («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα, ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», Ηρόδ.)
4. αίθουσα φαγητού
5. μαγειρείο, καπηλειό
6. πορνείο, χαμαιτυπείο
7. ναός, ναΐσκος
8. δωμάτιο σε ναό
9. φυλακή («ἐς οἴκημα μέγα καθεῑρξαν», Θουκ.)
10. κλουβί όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», Ηρόδ.)
11. στάβλος αλόγου
12. αποθήκη τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῑτον καὶ οἶνον», Δημ.)
13. εργαστήριο
14. επίπεδο, πάτωμα
15. μτφ. «αἰσθητικὸν οἴκημα» — ο άνθρωπος.