θειόω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] ([[θεῖος]]), göttlich machen, einem Gotte weihen, Plat. Legg. VI, 771 b u. Sp. ep. θεειόω ([[θεῖον]]), schwefeln, mit Schwefel durchräuchern u. reinigen, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Od. 22, 482; im med., αὐτὰρ ὁ [[δῶμα]] θεειοῦται, er reinigt sich das Haus, 23, 50; als [[varia lectio|v.l.]] Eur. Hel. 866. – Nach B. A. 99 auch [[θεόω]], aus Araros belegt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] ([[θεῖος]]), göttlich machen, einem Gotte weihen, Plat. Legg. VI, 771 b u. Sp. ep. θεειόω ([[θεῖον]]), schwefeln, mit Schwefel durchräuchern u. reinigen, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Od. 22, 482; im med., αὐτὰρ ὁ [[δῶμα]] θεειοῦται, er reinigt sich das Haus, 23, 50; als [[varia lectio|v.l.]] Eur. Hel. 866. – Nach B. A. 99 auch [[θεόω]], aus Araros belegt.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />consacrer aux dieux, acc..<br />'''Étymologie:''' [[θεῖος]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>épq.</i> [[θεειόω]];<br />-ῶ :<br />purifier par le soufre;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[θειόομαι]], [[θειοῦμαι]] purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θειόω''': Ἐπ. θεειόω, ([[θεῖον]]) [[καπνίζω]] μὲ [[θεῖον]], [[καπνίζω]] καὶ [[καθαρίζω]] ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Ὀδ. Χ. 482· θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, [[ὅστις]] μετεχειρίζετο [[θεῖον]] πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5· πρβλ. [[θεόω]] ΙΙ. - Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50· [[καθόλου]], ἐξαγνίζω, [[ἁγιάζω]], θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).
|lstext='''θειόω''': Ἐπ. θεειόω, ([[θεῖον]]) [[καπνίζω]] μὲ [[θεῖον]], [[καπνίζω]] καὶ [[καθαρίζω]] ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, [[ὄφρα]] θεειώσω [[μέγαρον]] Ὀδ. Χ. 482· θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, [[ὅστις]] μετεχειρίζετο [[θεῖον]] πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5· πρβλ. [[θεόω]] ΙΙ. - Μέσ., [[δῶμα]] θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50· [[καθόλου]], ἐξαγνίζω, [[ἁγιάζω]], θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br />consacrer aux dieux, acc..<br />'''Étymologie:''' [[θεῖος]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>épq.</i> [[θεειόω]];<br />-ῶ :<br />purifier par le soufre;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[θειόομαι]], [[θειοῦμαι]] purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]².
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόω Medium diacritics: θειόω Low diacritics: θειόω Capitals: ΘΕΙΟΩ
Transliteration A: theióō Transliteration B: theioō Transliteration C: theioo Beta Code: qeio/w

English (LSJ)

Ep. θεειόω, (θεῖον A) A fumigate with brimstone, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od.22.482; θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, metaph., from the clothes-cleaner, who used sulphur, Lysipp.4:—Med., δω-μα θεειοῦται he fumigates his house, Od.23.50. 2 purify, hallow, θείου… θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν dub. in E.Hel.866. 3 smear with sulphur, Gal.1.658 (Pass.); ἔριον τεθειωμένον sulphurated, Orib.Fr. 35, Paul.Aeg.3.33. II in Alchemy, sulphurate, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.153B. III (θεῖος A) hallow, consecrate, Pl.Lg.771b, Ph.1.374.

German (Pape)

[Seite 1192] (θεῖος), göttlich machen, einem Gotte weihen, Plat. Legg. VI, 771 b u. Sp. ep. θεειόω (θεῖον), schwefeln, mit Schwefel durchräuchern u. reinigen, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Od. 22, 482; im med., αὐτὰρ ὁ δῶμα θεειοῦται, er reinigt sich das Haus, 23, 50; als v.l. Eur. Hel. 866. – Nach B. A. 99 auch θεόω, aus Araros belegt.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
consacrer aux dieux, acc..
Étymologie: θεῖος¹.
2épq. θεειόω;
-ῶ :
purifier par le soufre;
Moy. θειόομαι, θειοῦμαι purifier (pour son usage, qch appartenant à soi) par le soufre.
Étymologie: θεῖον².

Greek (Liddell-Scott)

θειόω: Ἐπ. θεειόω, (θεῖον) καπνίζω μὲ θεῖον, καπνίζω καὶ καθαρίζω ἢ ἐξαγνίζω διὰ θείου, ὄφρα θεειώσω μέγαρον Ὀδ. Χ. 482· θειώσας τὰς ἀλλοτρίας ἐπινοίας, μεταφ. ἐκ τοῦ γναφέως, ὅστις μετεχειρίζετο θεῖον πρὸς καθαρισμὸν τῶν ἐνδυμάτων, Λύσιππ. Βακχ. 5· πρβλ. θεόω ΙΙ. - Μέσ., δῶμα θεειοῦται, καπνίζει τὴν οἰκίαν του διὰ θείου, Ὀδ. Ψ. 50· καθόλου, ἐξαγνίζω, ἁγιάζω, θείου... θεσμὸν αἰθέρος μυχῶν Εὐρ. Ἑλ. 866, ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ (882).

Greek Monotonic

θειόω: Επικ. θεειόω, μέλ. -ώσω (θεῖον), καπνίζω με θειάφι, λιβανίζω και εξαγνίζω μέσω αυτού, σε Ομήρ. Οδ.· Μέσ., δῶμα θεειοῦται, εξαγνίζει τον οίκο του, στο ίδ.· γενικά, εξαγνίζω, καθαίρω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

θειόω:
I эп. θεειόω θεῖον II] окуривать серой, очищать серным дымом (μέγαρον, med. δῶμα Hom.; αἰθέρος μυχόν Eur.).
II θεῖος II] делать божественным, освящать именем богов (τὴν διανομήν Plut.).

Middle Liddell

θειόω, θεῖον
to smoke with brimstone, fumigate and purify thereby, Od.:—Mid., δῶμα θεειοῦται he fumigates his house, Od.: generally, to purify, hallow, Eur.