λυμεών: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λυμεών]], -ῶνος)<br /><b>1.</b> [[καταστροφέας]], [[αφανιστής]], [[εξολοθρευτής]] («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[διαφθορέας]], [[εκμεταλλευτής]] («οι λυμεώνες της κοινωνίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύμη]] «[[καταστροφή]], όλεθρος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εών</i> ([[πρβλ]]. [[απατεών]])]. | |mltxt=ο (AM [[λυμεών]], -ῶνος)<br /><b>1.</b> [[καταστροφέας]], [[αφανιστής]], [[εξολοθρευτής]] («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[διαφθορέας]], [[εκμεταλλευτής]] («οι λυμεώνες της κοινωνίας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύμη]] «[[καταστροφή]], όλεθρος» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εών</i> ([[πρβλ]]. [[ἀπατεών|απατεών]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:49, 24 July 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (λύμη) destroyer, corrupter, λ. ἐμός S.Aj.573; γυναικῶν E.Hipp.1068; σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες [τῶν Ἑλλήνων] Isoc. 8.141, cf. 4.80; λυμεῶνι σώματος θαλάσσᾳ Tim.Pers.81; ὁδουροὶ λ., of robbers, E.Fr.260, cf. J.BJ4.3.9; φόβος τῶν ἡδέων λ. X.Hier.6.6; κοινὸς λ. τῆς πόλεως SIG799.23 (Cyzic., i A.D.); τῆς τέχνης, of bad physicians, Gal.9.916; σκύλακας… λ. τῶν ποιμνίων Jul.Or.2.87a; ὄφιν λ. ἀνθρωπίνης γενέσεως Id.Gal.93d.
Greek (Liddell-Scott)
λῡμεών: -ῶνος, ὁ, (λύμη) καταστροφεύς, διαφθορεύς, ὁ λ. ἐμὸς Σοφ. Αἴ. 573· λ. γυναικῶν Εὐρ. Ἱππ. 1068· σωτῆρες ἀλλὰ μὴ λυμεῶνες τῶν Ἑλλήνων Ἰσοκρ. 187Β, πρβλ. 56Ε· ἔπαυσ’ ὁδουροὺς λυμεῶνας, ἐπὶ τῶν ἐν ὁδῷ κακουργούντων, δηλ. τῶν λῃστῶν, Εὐρ. Ἀποσπ. 262· φόβος τῶν ἡδέων λυμεὼν Ξεν. Ἱέρ. 6, 6.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
fléau.
Étymologie: λύμη.
Greek Monolingual
ο (AM λυμεών, -ῶνος)
1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.)
2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες της κοινωνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. -εών (πρβλ. απατεών)].
Greek Monotonic
λῡμεών: -ῶνος, ὁ (λύμη), καταστροφέας, διαφθορέας, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῡμεών: ῶνος ὁ Soph., Eur., Xen., Isocr. = λυμαντήριος II.
Middle Liddell
λῡμεών, ῶνος, λύμη
a destroyer, spoiler, corrupter, Soph., Eur.