ἡγέτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1151.png Seite 1151]] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1151.png Seite 1151]] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />guide, chef.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. ([[ἡγέομαι]]) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, [[αὐτόθι]] 7. 425.
|lstext='''ἡγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. ([[ἡγέομαι]]) [[ἡγεμών]], [[ἀρχηγός]], κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, [[αὐτόθι]] 7. 425.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />guide, chef.<br />'''Étymologie:''' [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγέτης Medium diacritics: ἡγέτης Low diacritics: ηγέτης Capitals: ΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: hēgétēs Transliteration B: hēgetēs Transliteration C: igetis Beta Code: h(ge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, Dor. ἁγέτης (ἀγ-), (ἡγέομαι) leader, voc. ἡγέτα ὁδοῖο Epigr.Gr.1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.H.52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας AP6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1151] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
guide, chef.
Étymologie: ἡγέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. (ἡγέομαι) ἡγεμών, ἀρχηγός, κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, αὐτόθι 7. 425.

Greek Monolingual

ηγέτης, ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέομαι, ηγούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέτης, καταθέτης)].

Greek Monotonic

ἡγέτης: -ου, ὁ (ἡγέομαι), Δωρ. ἁγέτα, αρχηγός, οδηγός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἡγέτης, ου, ἡγέομαι
a leader, Anth.