θλάσις: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
mNo edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θλάσις:''' εως (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[раздавливание]], [[разминание]], [[раздробление]] ([[θλῖψις]] καὶ θλάσις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[вдавление]], [[вмятина]] (ἡ θλάσις σπόγγου οὐ μένει Arst.).
|elrutext='''θλάσις:''' εως (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[раздавливание]], [[разминание]], [[раздробление]] ([[θλῖψις]] καὶ θλάσις Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[вдавление]], [[вмятина]] (ἡ θλάσις σπόγγου οὐ μένει Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θλάσις]]) [[θλω]]<br />[[σπάσιμο]], [[συντριβή]], [[θραύση]], [[ρήξη]], [[σύνθλιψη]], [[κομμάτιασμα]], [[τσάκισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[ρήξη]] τών ιστών, [[χωρίς]] [[λύση]] της συνέχειας του δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται [[συνήθως]] από εκχυμώσεις ή εσωτερική [[αιμορραγία]], [[μωλώπισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σημείο]] θλάσεως» — η [[κορυφή]] της γωνίας που σχηματίζεται από τη [[θλάση]] της ευθείας.
|mltxt=η (ΑΜ [[θλάσις]]) [[θλω]]<br />[[σπάσιμο]], [[συντριβή]], [[θραύση]], [[ρήξη]], [[σύνθλιψη]], [[κομμάτιασμα]], [[τσάκισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[ρήξη]] τών ιστών, [[χωρίς]] [[λύση]] της συνέχειας του δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται [[συνήθως]] από εκχυμώσεις ή εσωτερική [[αιμορραγία]], [[μωλώπισμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σημείο]] θλάσεως» — η [[κορυφή]] της γωνίας που σχηματίζεται από τη [[θλάση]] της ευθείας.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλᾰ́σις Medium diacritics: θλάσις Low diacritics: θλάσις Capitals: ΘΛΑΣΙΣ
Transliteration A: thlásis Transliteration B: thlasis Transliteration C: thlasis Beta Code: qla/sis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ, (θλάω) crushing, bruising, Arist.Mete.386a18, Pr.890a2, Thphr.Lass.18, Dsc.2.170 (pl.), S.E.M.6.40.

German (Pape)

[Seite 1212] ἡ, das Quetschen, Zerdrücken, Eindrücken; Arist. Meteorl. 4, 9; Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θλάσις: -εως, ἡ, (θλάω) σύντριψις, σπάσιμον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 10, Προβλ. 9. 4, 3· πρβλ. θλάστης. ᾰ: μακρὸν δὲ μόνον παρὰ Παύλ. Σιλ..

Russian (Dvoretsky)

θλάσις: εως (ᾰ) ἡ
1 раздавливание, разминание, раздробление (θλῖψις καὶ θλάσις Arst.);
2 вдавление, вмятина (ἡ θλάσις σπόγγου οὐ μένει Arst.).

Greek Monolingual

η (ΑΜ θλάσις) θλω
σπάσιμο, συντριβή, θραύση, ρήξη, σύνθλιψη, κομμάτιασμα, τσάκισμα
νεοελλ.
1. ιατρ. ρήξη τών ιστών, χωρίς λύση της συνέχειας του δέρματος, που προκαλείται από αμβλύ όργανο και συνοδεύεται συνήθως από εκχυμώσεις ή εσωτερική αιμορραγία, μωλώπισμα
2. φρ. «σημείο θλάσεως» — η κορυφή της γωνίας που σχηματίζεται από τη θλάση της ευθείας.