κατασχηματίζω: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατασχηματίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> одевать, наряжать: (τὸ [[σχῆμα]]), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул);<br /><b class="num">2)</b> [[образовывать]], [[воспитывать]] (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut.). | |elrutext='''κατασχηματίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одевать]], [[наряжать]]: (τὸ [[σχῆμα]]), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул);<br /><b class="num">2)</b> [[образовывать]], [[воспитывать]] (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ [[καλόν]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:30, 19 August 2022
English (LSJ)
A dress up or invest with a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Isoc.11.24; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Plu.Rom. 26:—Pass., to be conformed, modelled, Id.Lyc.27.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πλάττω μὲ σχῆμά τι, παρασκευάζω μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, ἐνδύω, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, πλαστός, Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.
French (Bailly abrégé)
former, façonner, figurer;
Moy. κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ καλόν PLUT à ce qui est bien.
Étymologie: κατά, σχηματίζω.
Greek Monolingual
κατασχηματίζω (AM)
μσν.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. βάζω στη σειρά καταστρώνω, λογαριάζω ακριβώς
αρχ.
1. διαπλάσσω κάτι σε κάποιο σχήμα, σε κάποια μορφή, διαμορφώνω
2. (κατ' επέκτ.) περιβάλλω, ντύνω
3. (παθ. και μέσ.) κατασχηματίζομαι
παίρνω μορφή ανάλογη με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
κατασχημᾰτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλάθω ή ντύνω με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατασχηματίζω:
1) одевать, наряжать: (τὸ σχῆμα), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул);
2) образовывать, воспитывать (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ καλόν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σχηματίζω een vorm geven:. κατασχηματίζεσθαι πάντας πρὸς τὸ καλόν dat allen gevormd werden tot de deugd Plut. Lyc. 27.5.
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to dress up or invest with a certain form or appearance, Isocr., Plut.:—Mid. or Pass. to conform oneself, Plut.