ἐξέτασις: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξέτᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> рассмотрение, исследование, испытание: ἐξέτασιν ποιεῖν (ποιεῖσθαι) Thuc., Xen., Plat. или λαμβάνειν Dem. производить (предпринимать) исследование;<br /><b class="num">2)</b> воен. проверка, (о)смотр, инспектирование (ὅπλων καὶ ἵππων Dem.; ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопоставление]], [[сравнение]] (πρός τι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[учет]], [[перепись]] (ἐ. καὶ [[σύνταξις]] τῶν πολιτῶν Arst.);<br /><b class="num">5)</b> надзор (лат. [[censura]]) (περὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς βίους, тж. βίων Plut.). | |elrutext='''ἐξέτᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> рассмотрение, исследование, испытание: ἐξέτασιν ποιεῖν (ποιεῖσθαι) Thuc., Xen., Plat. или λαμβάνειν Dem. производить (предпринимать) исследование;<br /><b class="num">2)</b> воен. проверка, (о)смотр, инспектирование (ὅπλων καὶ ἵππων Dem.; ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопоставление]], [[сравнение]] (πρός τι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[учет]], [[перепись]] (ἐ. καὶ [[σύνταξις]] τῶν πολιτῶν Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[надзор]] (лат. [[censura]]) (περὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς βίους, тж. βίων Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:45, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A close examination, scrutiny, test, Pl.Ap.22e, Tht.210c; ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Id.Phlb.55c; ἐξέτασιν ποιεῖσθαι περί τινος Lycurg.28; ἐξέτασιν λαμβάνειν = undertake an inquiry, D.18.246; ἐξέτασιν τινος ἔχειν Th.6.41; ἔσχον τὸ ἴσον εἰς ἐξέτασιν = I received the copy for examination, PLond.2. 338.24 (ii A.D.), etc.; ἐξέτασις γίγνεται πρός τι comparison is made with... Luc.Prom.12. 2 a military inspection or review, ἐξέτασιν ὅπλων ποιεῖσθαι, ἐξέτασιν ἵππων ποιεῖσθαι, hold a review of .., Th.4.74, 6.45,96; τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων ποιεῖσθαι X.An.1.2.14; ἐξέτασις σὺν τοῖς ὅπλοις ἐγίγνετο ib.5.3.3. b at Rome, ἐξέτασις ἱππέων = Lat. transvectio equitum, Plu.Aem. 38, D.C.55.31; ἐξέτασις ἐτησία Id.63.13. c ἐξέτασις τῶν βουλευτῶν, = Lat. lectio Senatus, revision of the Senatorial roll, Id.54.26. d ἐξέτασις βίων, of the Roman Census, Plu.Aem.38, cf. J.AJ3.12.4. e inspection of articles, IG22.333.11. 3 arrangement, order, Nicom. Harm.6.
German (Pape)
[Seite 879] ἡ, die Prüfung, Untersuchung, von Personen u. Sachen; Plat. Apol. 22 e; μὴ τοίνυν ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Phil. 55 c; Folgde; bes. Musterung, ποιεῖσθαι ὅπλων καὶ ἵππων Thuc. 6, 45. 96; Xen. An. 1, 2, 14 u. oft; auch ποιεῖν, 1, 2, 9; ἐξέτασις ἐν τοῖς ὅπλοις γίγνεται 5, 3, 3; ἐξέτασιν λαμβάνειν, die Untersuchung vornehmen, Dem. 18, 246; πρός τι, Vergleichung womit, Luc. Prom. 12; – βίων, census der Römer, Plut. Aem. P. 38; auch von gerichtlicher Untersuchung, Hdn. 1, 8, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέτᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξετάζειν τι ἐπισταμένως, ἔρευνα, ἐξέτασις, Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε. Θεαίτ. 210C· ἐξ ποιεῖσθαι περί τινος Λυκοῦργ. 151· μέσ., ἐξ. λαμβάνειν, ἀναλαμβάνειν ἔρευναν, Δημ. 308. 25· οὕτως, ἐξ. τινος ἔχειν Θουκ. 6. 41· ἐξ. γίγνεται πρός τι, σύγκρισις γίνεται πρός τι..., Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 12· ‒ ἐξ βίων, ἡ παρὰ Ρωμαίοις censura, τιμητεία, Πλούτ. Αἰμίλ. 38. 2) στρατιωτικὴ ἐπιθεώρησις, ἐξ ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, ποιεῖν ἐπιθεώρησιν, Θουκ. 4. 74., 6. 45, 96· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 14· ἐξ γίγνεται αὐτόθι 5. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 recherche, examen;
2 recensement, revue militaire ; à Rome ἐξέτασις βίων PLUT censure.
Étymologie: ἐξετάζω.
Greek Monotonic
ἐξέτασις: -εως, ἡ (ἐξετάζω),
1. εξονυχιστική εξέταση, έρευνα, επιθεώρηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
2. στρατιωτική επιθεώρηση ή εξέταση, έλεγχος, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέτᾰσις: εως ἡ
1) рассмотрение, исследование, испытание: ἐξέτασιν ποιεῖν (ποιεῖσθαι) Thuc., Xen., Plat. или λαμβάνειν Dem. производить (предпринимать) исследование;
2) воен. проверка, (о)смотр, инспектирование (ὅπλων καὶ ἵππων Dem.; ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων Xen.);
3) сопоставление, сравнение (πρός τι Luc.);
4) учет, перепись (ἐ. καὶ σύνταξις τῶν πολιτῶν Arst.);
5) надзор (лат. censura) (περὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς βίους, тж. βίων Plut.).
Middle Liddell
ἐξέτᾰσις, εως ἐξετάζω
1. a close examination, scrutiny, review, Thuc., Plat., etc.
2. a military inspection or review, Thuc., Xen.