παναίολος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3, $4 $5")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πᾰναίολος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[переливающийся]] (сверкающий) разными цветами, переливчатый, многоцветный ([[ζωστήρ]], [[θώρηξ]] Hom.; [[σάκος]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> разнообразнейший, различнейший, всевозможный (βάγματα Aesch.).
|elrutext='''πᾰναίολος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[переливающийся]] (сверкающий) разными цветами, переливчатый, многоцветный ([[ζωστήρ]], [[θώρηξ]] Hom.; [[σάκος]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> [[разнообразнейший]], [[различнейший]], [[всевозможный]] (βάγματα Aesch.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:54, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναίολος Medium diacritics: παναίολος Low diacritics: παναίολος Capitals: ΠΑΝΑΙΟΛΟΣ
Transliteration A: panaíolos Transliteration B: panaiolos Transliteration C: panaiolos Beta Code: panai/olos

English (LSJ)

ον, A shot with many colours, glancing, ζωστήρ 4.186, 215, 10.77; θώρηξ 11.374; σάκος 13.552, Hes.Sc.139; star-spangled, π. οὐρανός Orph.H.4.7, Fr.238. II metaph., manifold, βάγματα A.Pers.636 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 456] (vgl. αἰόλος), ganz schimmernd, bunt, od. leicht beweglich, leicht zu tragen; ζωστήρ, Il. 4, 188, öfter; auch σάκος, 13, 552; Hes. Sc. 139; sp. D., κρητήρ, Orph. Arg. 582; bei Aesch. sind τὰ παναίολ' αἰανῆ βάγματα sehr mannigfaltige, Pers. 627.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναίολος: -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν ὅλως ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. αἰόλος. ΙΙ. μεταφορ., πολυειδής, ποικίλος, βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de couleurs, de ciselures ou de broderies tout à fait variées;
2 fig. aux sons variés de toutes sortes en parl. de lamentations.
Étymologie: πᾶν, αἰόλος.

English (Autenrieth)

all-gleaming, glancing. (Il.)

Greek Monolingual

παναίολος, -ον (Α)
1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα
2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.)
3. πολυειδής, πολλαπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰόλος «ευμετάβολος»].

Greek Monotonic

πᾰναίολος: -ον, I. επίθ. για τον στρατό, είτε πολυποίκιλος, αστραφτερός ή αρκετά ελαφρύς, ευκίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., ποικίλος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναίολος:
1) переливающийся (сверкающий) разными цветами, переливчатый, многоцветный (ζωστήρ, θώρηξ Hom.; σάκος Hes.);
2) разнообразнейший, различнейший, всевозможный (βάγματα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παναίολος -ον [πᾶς, αἰόλος] helemaal schitterend; overdr. bont:. τὰ π. βάγματα de bonte uitroepen Aeschl. Pers. 636.

Middle Liddell

πᾰν-αίολος, ον,
I. epithet of armour, either all-variegated, sparkling, or, quite light, easily-moved, Il.
II. metaph. manifold, Aesch.