προσῳδός: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> стройно звучащий, стройный ([[μέλος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вторящий]] (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[согласный]], [[соответствующий]] (τῶ νόμω Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[сходный]], [[похожий]] (τινι Eur.). | |elrutext='''προσῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[стройно звучащий]], [[стройный]] ([[μέλος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вторящий]] (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[согласный]], [[соответствующий]] (τῶ νόμω Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[сходный]], [[похожий]] (τινι Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 16:40, 19 August 2022
English (LSJ)
όν, (ᾠδή) A singing or sounding in accord, harmonious, μέλος E.Fr.631 (lyr.); ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς . . οὐ προσῳδά Com.Adesp. 1203.6, cf. Plu.2.443a, Poll.4.58. 2 metaph., π. στοναχά E.Ph. 1498(lyr.): c. dat., π. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Id.Ion359; τῷ νόμῳ π. Plu. 2.138b.
Greek (Liddell-Scott)
προσῳδός: -όν, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ, ἁρμονικός, μέλος Εὐρ. Ἀποσπ. 632· ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς..., οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 305, πρβλ. Πλούτ. 2. 443Α, Πολυδ. Δ΄, 58. 2) μεταφορ., πρ. στοναχὰ Εὐρ. Φοίν. 1499· μετὰ δοτ., πρ. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 359· τῷ νόμῳ πρ. Πλούτ. 2. 138Β.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
que l’on chante avec accompagnement d’un instrument ; fig. qui s’accorde avec, τινι.
Étymologie: πρός, ᾄδω.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.)
2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ ἐπ-ῳδός].
Greek Monotonic
προσῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, μελωδικός, αρμονικός, σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
προσῳδός:
1) стройно звучащий, стройный (μέλος Eur.);
2) вторящий (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);
3) согласный, соответствующий (τῶ νόμω Plut.);
4) сходный, похожий (τινι Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσῳδός -όν [πρός, ᾠδή] harmoniërend, overdr. met dat.. προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει haar lot komt overeen met mijn ongeluk Eur. Ion 359.
Middle Liddell
προσ-ῳδός, όν [ᾠδή]
in accord, in tune, harmonious, Eur.; c. dat., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Eur.
English (Woodhouse)
attuned to, compatible with, consistent with, in harmony with, corresponding to, responsive to