ἐπελπίζω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπελπίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> обнадеживать, окрылять надеждой (τινά Thuc., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[надеяться]] Eur., Luc.
|elrutext='''ἐπελπίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[обнадеживать]], [[окрылять надеждой]] (τινά Thuc., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[надеяться]] Eur., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[buoy]] up with [[hope]], to [[cheat]] with false hopes, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. = [[ἐλπίζω]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[buoy]] up with [[hope]], to [[cheat]] with false hopes, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. = [[ἐλπίζω]], Eur.
}}
}}

Revision as of 17:25, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπελπίζω Medium diacritics: ἐπελπίζω Low diacritics: επελπίζω Capitals: ΕΠΕΛΠΙΖΩ
Transliteration A: epelpízō Transliteration B: epelpizō Transliteration C: epelpizo Beta Code: e)pelpi/zw

English (LSJ)

A buoy up with hope, αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Th.8.1, cf. Anon. ap. Suid. s.v. Πυθαγόρας, Longin.44.2, Luc. DMort.5.2. II intr., ἐ. τινί pin one's hopes upon, hope in, Hld.7.26; ἐπί τινι D.C.41.11: abs., Luc.Tim.21; but also, 2 merely, = ἐλπίζω, E.Hipp.1011, Ph.1.74, al.; hope besides, Th.8.54 (v.l. ἐλπίζων).

German (Pape)

[Seite 914] 1) Hoffnungen machen, erregen, ὁπόσοι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν Thuc. 8, 1, u. häufiger bei Sp., wie Luc. D. Mort. 5, 2 D. Cass. 78, 11. – 2) τινί, auf Etwas hoffen, Heliod. 7, 26, wie Schol. Il. 13, 385; seine Hoffnung auf Etwas setzen, τινί, D. Cass. 41, 11; Sp. auch ἔν τινι. – 3) dazu hoffen, fast gleich dem simplex, ἢ σὸν οἰκίσειν ἐπήλπισα δόμον Eur. Hipp. 1010; Sp., wie Luc. Tim. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπελπίζω: διαβουκολῶ τινα διὰ ψευδῶν ἐλπίδων, κάμνω αὐτὸν νὰ πιστεύσῃ ὅτι, καὶ ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν, ὡς λήψονται Σικελίαν Θουκ. 8. 1· αὐτοὺς ἐπελπίζων ταῖς ὑποσχέσεσι Σουΐδ. ἐν λ. Πυθαγόρας Ἐφέσιος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 5. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐλπίζειν ἐπί τινι, στηρίζειν ἐπί τινι τὰς ἐλπίδας, εἰ καὶ μάλιστα ἰσχὺν τέ τινα εἶχε καὶ ἐπ’ αὐτῇ ἐπήλπιζε Δίων Κ. 41. 11, Ἡλιόδ. 7. 26· ἀπολ., Λουκ. Τίμων 21: ἀλλ’ ὡσαύτως, 2) ἁπλῶς = ἐλπίζω, Εὐρ. Ἱππ. 1011, Θουκ. 8. 54 (διάφ. γραφ. ἐλπίζων).

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπήλπισα;
1 tr. faire espérer, ranimer par des espérances, particul. par des espérances trompeuses;
2 intr. placer son espoir sur ou en, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἐλπίζω.

Greek Monolingual

ἐπελπίζω (Α)
1. κάνω κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» — με τους χρησμούς τους τους έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη Σικελία, Θουκ.)
2. στηρίζω κάπου τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι»)
3. ελπίζω.

Greek Monotonic

ἐπελπίζω: μέλ. -σω,
I. κάνω κάποιον να ελπίσει, τον παρηγορώ με ψεύτικες ελπίδες, σε Θουκ.
II. αμτβ. = ἐλπίζω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπελπίζω:
1) обнадеживать, окрылять надеждой (τινά Thuc., Luc.);
2) надеяться Eur., Luc.

Middle Liddell

fut. σω
I. to buoy up with hope, to cheat with false hopes, Thuc.
II. intr. = ἐλπίζω, Eur.