εὐόργητος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1085.png Seite 1085]] 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz [[πρᾶος]], Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισθείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1085.png Seite 1085]] 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz [[πρᾶος]], Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισθείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irascible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀργάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐόργητος''': -ον, (ὀργὴ) ὁ εὐμενῶς φερόμενος, «ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος» (Ἡσύχ.), Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· τοῖς κόλαξι... [[εὐόργητος]] Εὔβουλος ἐν «Διονυσίῳ» 1. 3. - Ἐπίρρ., εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, μὲ ἤπιον τρόπον, ἠπίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀργισθείς, Θουκ. 1. 122. ΙΙ. ὁ εὐκόλως εἰς ὀργὴν κινούμενος, [[πλήρης]] ὀργῆς, Πλούτ. 2. 413C.
|lstext='''εὐόργητος''': -ον, (ὀργὴ) ὁ εὐμενῶς φερόμενος, «ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος» (Ἡσύχ.), Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· τοῖς κόλαξι... [[εὐόργητος]] Εὔβουλος ἐν «Διονυσίῳ» 1. 3. - Ἐπίρρ., εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, μὲ ἤπιον τρόπον, ἠπίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀργισθείς, Θουκ. 1. 122. ΙΙ. ὁ εὐκόλως εἰς ὀργὴν κινούμενος, [[πλήρης]] ὀργῆς, Πλούτ. 2. 413C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />irascible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὀργάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόργητος Medium diacritics: εὐόργητος Low diacritics: ευόργητος Capitals: ΕΥΟΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euórgētos Transliteration B: euorgētos Transliteration C: evorgitos Beta Code: eu)o/rghtos

English (LSJ)

ον, good-tempered, ἤθεα Hp.Aër.12 (Comp.); εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον Gorg.Fr.6 D.; τοῖς κόλαξι… εὐόργητος Eub.25; τὸ εὐόργητον καὶ πρᾶον Arist.MM1186a23, cf. Plu.2.413c. Adv. εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ = with good temper, opp. ὀργισθείς, Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1085] 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος, Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισθείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irascible.
Étymologie: εὖ, ὀργάω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόργητος: -ον, (ὀργὴ) ὁ εὐμενῶς φερόμενος, «ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος» (Ἡσύχ.), Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· τοῖς κόλαξι... εὐόργητος Εὔβουλος ἐν «Διονυσίῳ» 1. 3. - Ἐπίρρ., εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, μὲ ἤπιον τρόπον, ἠπίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀργισθείς, Θουκ. 1. 122. ΙΙ. ὁ εὐκόλως εἰς ὀργὴν κινούμενος, πλήρης ὀργῆς, Πλούτ. 2. 413C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμοςεὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμοςεὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσόργητος, θεόργητος].

Greek Monotonic

εὐόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. -τως, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐόργητος:
1) спокойный, уравновешенный (εὐ. καὶ πρᾶος Arst.);
2) склонный к гневу, вспыльчивый Plut.

Middle Liddell

εὐ-όργητος, ον ὀργή
good-tempered:—adv. -τως, with good temper, Thuc.