ἡμέριος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1165.png Seite 1165]] ον, p. = [[ἡμερήσιος]], vgl. Lob. Phryn. 53; ἁμέριοι ἄνθρωποι Soph. Ai. 392 Ant. 784, die Tagesmenschen, d. i. die kurze Zeit Lebenden, wie ἁμερίῳ γέννᾳ Eur. Phoen. 130; sp. D., wie Man. 1, 338, die auch ἡμέριοι geradezu für "Menschen" brauchen, ψεῦσται δαίμονες ἁμερίων Loll. Bass. 11 (VII, 372); Maneth. 2, 7. – Bei Soph. Ai. 207, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἁμερίας νὺξ ἥδε [[βάρος]], wird gew. [[ἡμερία]] = [[ἡμέρα]] erkl., es ist aber adj., wozu man [[κατάστασις]] mit dem Schol. ergänzen kann, vgl. Lob. zu der Stelle u. Man. 3, 264.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1165.png Seite 1165]] ον, p. = [[ἡμερήσιος]], vgl. Lob. Phryn. 53; ἁμέριοι ἄνθρωποι Soph. Ai. 392 Ant. 784, die Tagesmenschen, d. i. die kurze Zeit Lebenden, wie ἁμερίῳ γέννᾳ Eur. Phoen. 130; sp. D., wie Man. 1, 338, die auch ἡμέριοι geradezu für "Menschen" brauchen, ψεῦσται δαίμονες ἁμερίων Loll. Bass. 11 (VII, 372); Maneth. 2, 7. – Bei Soph. Ai. 207, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἁμερίας νὺξ ἥδε [[βάρος]], wird gew. [[ἡμερία]] = [[ἡμέρα]] erkl., es ist aber adj., wozu man [[κατάστασις]] mit dem Schol. ergänzen kann, vgl. Lob. zu der Stelle u. Man. 3, 264.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἡμερήσιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμέριος''': Δωρ. ἀμ-, ον, διὰ μίαν ἡμέραν, διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν μόνον, [[γέννα]], [[αἷμα]] Εὐρ. Φοιν. 130, 1512· [[οὔτε]] θεῶν γένος οὔθ’ ἁμερίων … ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 398, πρβλ. Ἀντ. 789· - ἀπολ., ἡμέριοι, θνητοί, Ὀππ. Ἁλ. 2. 669, Ἀνθ. Π. 3. 372 κ. ἀλλ.· ἀντίθ. φθίμενοι, Ἀνθ. Π. 8. 107. ΙΙ. καθ’ ἡμέραν, καθημερινός, [[κύκλος]] Φίλων 1. 92. - Ποιητ. ἐπίθ., [[διότι]] ἐν Ξεν. Οἰκ. 21, 3, [[ἀναγνωστέον]] [[ἡμερινός]], Λοβ. Φρύν. 53.
|lstext='''ἡμέριος''': Δωρ. ἀμ-, ον, διὰ μίαν ἡμέραν, διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν μόνον, [[γέννα]], [[αἷμα]] Εὐρ. Φοιν. 130, 1512· [[οὔτε]] θεῶν γένος οὔθ’ ἁμερίων … ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 398, πρβλ. Ἀντ. 789· - ἀπολ., ἡμέριοι, θνητοί, Ὀππ. Ἁλ. 2. 669, Ἀνθ. Π. 3. 372 κ. ἀλλ.· ἀντίθ. φθίμενοι, Ἀνθ. Π. 8. 107. ΙΙ. καθ’ ἡμέραν, καθημερινός, [[κύκλος]] Φίλων 1. 92. - Ποιητ. ἐπίθ., [[διότι]] ἐν Ξεν. Οἰκ. 21, 3, [[ἀναγνωστέον]] [[ἡμερινός]], Λοβ. Φρύν. 53.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἡμερήσιος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμέριος Medium diacritics: ἡμέριος Low diacritics: ημέριος Capitals: ΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: hēmérios Transliteration B: hēmerios Transliteration C: imerios Beta Code: h(me/rios

English (LSJ)

Dor. ἁμ-, ον, used by Trag. in lyr., A lasting but a day, γέννα, αἷμα, E.Ph.130, 1512; οὔτε θεῶν γένος οὔθ' ἁμερίων . . ἀνθρώπων S.Aj.398, cf. Ant.789; κάματος Hymn.Is.87: abs., ἡμέριοι mortals, Orac. ap. D.S.7.12, Opp.H.2.669, AP7.372 (Loll. Bass.); ἡ. μισθός PMasp.164.6 (vi A.D.). II daily, κύκλος Ph.1.92 (nisi leg. ἡμερ<ής>ιος).—Poet. Adj., for in X.Oec.21.3 ἡμερινός should be read.

German (Pape)

[Seite 1165] ον, p. = ἡμερήσιος, vgl. Lob. Phryn. 53; ἁμέριοι ἄνθρωποι Soph. Ai. 392 Ant. 784, die Tagesmenschen, d. i. die kurze Zeit Lebenden, wie ἁμερίῳ γέννᾳ Eur. Phoen. 130; sp. D., wie Man. 1, 338, die auch ἡμέριοι geradezu für "Menschen" brauchen, ψεῦσται δαίμονες ἁμερίων Loll. Bass. 11 (VII, 372); Maneth. 2, 7. – Bei Soph. Ai. 207, τί δ' ἐνήλλακται τῆς ἁμερίας νὺξ ἥδε βάρος, wird gew. ἡμερία = ἡμέρα erkl., es ist aber adj., wozu man κατάστασις mit dem Schol. ergänzen kann, vgl. Lob. zu der Stelle u. Man. 3, 264.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἡμερήσιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμέριος: Δωρ. ἀμ-, ον, διὰ μίαν ἡμέραν, διαρκῶν ἐπὶ μίαν ἡμέραν μόνον, γέννα, αἷμα Εὐρ. Φοιν. 130, 1512· οὔτε θεῶν γένος οὔθ’ ἁμερίων … ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 398, πρβλ. Ἀντ. 789· - ἀπολ., ἡμέριοι, θνητοί, Ὀππ. Ἁλ. 2. 669, Ἀνθ. Π. 3. 372 κ. ἀλλ.· ἀντίθ. φθίμενοι, Ἀνθ. Π. 8. 107. ΙΙ. καθ’ ἡμέραν, καθημερινός, κύκλος Φίλων 1. 92. - Ποιητ. ἐπίθ., διότι ἐν Ξεν. Οἰκ. 21, 3, ἀναγνωστέον ἡμερινός, Λοβ. Φρύν. 53.

Greek Monolingual

ἡμέριος, -ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, -ον) ημέρα
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον
καθημερινά
αρχ.
1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.)
2. ημερήσιος, καθημερινός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι
οι θνητοί.

Greek Monotonic

ἡμέριος: Δωρ. ἁμ-, -ον (ἡμέρα), αυτός που διαρκεί μόνο για μία ημέρα, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμέριος: дор. ἁμέριος 3 (ᾱ)
1) однодневный, живущий не долее дня, т. е. недолговечный (ἄνθρωποι Soph.; γέννα, αἷμα Eur.): οἱ ἡμέριοι Anth. смертные, человеческий род;
2) совершающийся днем, дневной (πλοῦς Xen. - v.l. ἡμερινός).

Middle Liddell

ἡμέρα
for a day, lasting but a day, Soph., Eur.