καταλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταλογιοῦμαι, <i>ao. au sens Act.</i> κατελογισάμην, <i>au sens Pass.</i> κατελογίσθην;<br /><b>1</b> tenir compte, imputer : [[πρός]] τινα [[εὐεργέτημα]] DÉM tenir compte à qqn d’un bienfait ; [[τι]] [[ἐν]] ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d’une vertu;<br /><b>2</b> calculer, conjecturer, supposer;<br /><b>3</b> compter parmi : [[ἐν]] τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λογίζομαι]].
|btext=<i>f.</i> καταλογιοῦμαι, <i>ao. au sens Act.</i> κατελογισάμην, <i>au sens Pass.</i> κατελογίσθην;<br /><b>1</b> tenir compte, imputer : [[πρός]] τινα [[εὐεργέτημα]] DÉM tenir compte à qqn d'un bienfait ; [[τι]] [[ἐν]] ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d'une vertu;<br /><b>2</b> calculer, conjecturer, supposer;<br /><b>3</b> compter parmi : [[ἐν]] τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λογίζομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογίζομαι Medium diacritics: καταλογίζομαι Low diacritics: καταλογίζομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katalogízomai Transliteration B: katalogizomai Transliteration C: katalogizomai Beta Code: katalogi/zomai

English (LSJ)

A count up, reckon, X.An.5.6.16, HG3.2.18; κ. εὐεργέτημα πρός τινα put it down to his account, D.7.6; μηδ' ἐν ἀρετῇ τοῦθ' ὑμῶν μηδεὶς -λογιζέσθω let no one impute it as a virtue, Aeschin.3.202: c. inf., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι App.Ill.16. II count, reckon among, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις X.Mem.2.2.1:—Pass., ἔν τισι -λογισθῆναι LXXIs.14.10, Wi. 5.5. III recount in order, τισὶ τὰ ἔργα τὰ ἑαυτοῦ App.Syr.61, cf. Mac.19.

German (Pape)

[Seite 1361] dazu-, darunterrechnen; ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους Xen. Mem. 2, 2, 1; ἐν ἀρετῇ μηδεὶς καταλογιζέσθω, als Tugend anrechnen, Aesch. 3, 202; οὐχ ἵν' εὐεργέτημά τι καταλογίσηται πρὸς ὑμᾶς Dem. 7, 6; Sp. aufzählen, hererzählen, der Reihe nach, App. Syr. 61 u. öfter. – Zusammenrechnen, erwägen, überdenken, Xen. An. 5, 6, 16 Hell. 3, 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογίζομαι: μέλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι· ἀποθ.·- λογαριάζω, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16, Ἑλλ. 3. 2. 18· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, τὸ σημειώνω εἰς λογαριασμὸν του, Δημ. 78. 7· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ’ ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, μηδεὶς ἂς λογαριάζῃ τοῦτο εἰς ὑμᾶς ὡς ἀρετὴν, Αἰσχίν. 82. 40· μετ’ἀπαρ., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι Ἀππ. Ἰλλυρ. 16. ΙΙ. λογαριάζω ἢ ὑπολογίζω μεταξύ, ἐναριθμῶ, λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις κ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 2. 1.- Παθ. κατελογίσθην ἐν Ἑβδ. ΙΙΙ. ἀφηγοῦμαι κατὰ σειρὰν, Ἀππ. Συρ. 61· κατελογίσατο τῷ δήμῳ πάντα Μακεδ. 17.

French (Bailly abrégé)

f. καταλογιοῦμαι, ao. au sens Act. κατελογισάμην, au sens Pass. κατελογίσθην;
1 tenir compte, imputer : πρός τινα εὐεργέτημα DÉM tenir compte à qqn d'un bienfait ; τι ἐν ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d'une vertu;
2 calculer, conjecturer, supposer;
3 compter parmi : ἐν τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.
Étymologie: κατά, λογίζομαι.

Greek Monotonic

καταλογίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.·
I. λογαριάζω, αριθμώ, υπολογίζω, σε Ξεν.· κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα, το σημειώνω σε λογαριασμό του, σε Δημ.· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ' ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, κανείς να μην λογαριάζει αυτό ως αρετή, σε Αισχίν.
II. λογαριάζω ή υπολογίζω, Λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λογίζομαι berekenen, optellen:. καταλογίζεσθαι τό τε αὑτῶν πλῆθος καὶ τοὺς περιοικοῦντες het totaal van de eigen mensen en de mensen in de omtrek berekenen Xen. An. 5.6.16. meetellen, rekenen tot:. ἐν τοῖς ἀδίκοις καταλογίζεσθαι τοὺς ἀχαριστούς de ondankbaren rekenen tot de onrechtvaardigen Xen. Mem. 2.2.1; εὐεργεσίαν καταλογιῇ πρὸς ἡμᾶς; wil jij (het) als weldadigheid jegens ons rekenen? Luc. 28.5.

Russian (Dvoretsky)

καταλογίζομαι:
1) причислять, относить (к числу), считать (в числе) (ἐν τοῖς ἀδίκοις τοὺς ἀχαρίστους κ. Xen.);
2) приписывать, вменять (τὸ εὐεργέτημά τι πρός τινα Dem.): κ. τι ἐν ἀρετῇ τινι Aeschin. относить что-л. на счет чьей-л. добродетели;
3) исчислять, сосчитывать, подсчитывать (τὸ αὑτῶν πλῆθος καὶ τοὺς περιοικοῦντας τὸν Πόντον Xen.).

Middle Liddell

fut. attic ιοῦμαι
I. Dep. to count up, number, reckon, Xen.; κ. τὸ εὐεργέτημα πρός τινα to put it down to his account, Dem.; καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ' ὑμῖν ἐν ἀρετῇ let no one impute it to you as a virtue, Aeschin.
II. to count or reckon among, Lat. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις Xen.