πολύσιτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en blé <i>ou</i> en vivres;<br /><b>2</b> qui mange beaucoup, vorace, glouton.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σῖτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύσῑτος''': -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3,,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, [[πλήρης]] τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.
|lstext='''πολύσῑτος''': -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3,,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, [[πλήρης]] τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> abondant en blé <i>ou</i> en vivres;<br /><b>2</b> qui mange beaucoup, vorace, glouton.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σῖτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσῑτος Medium diacritics: πολύσιτος Low diacritics: πολύσιτος Capitals: ΠΟΛΥΣΙΤΟΣ
Transliteration A: polýsitos Transliteration B: polysitos Transliteration C: polysitos Beta Code: polu/sitos

English (LSJ)

ον, A rich in corn, of persons, X.Vect.5.3; of a country, Thphr.HP 8.6.6, Str.15.3.11. II high-fed, full of meat, Theoc.21.40.

German (Pape)

[Seite 673] 1) viel Getreide habend, fruchtbar; Xen. Vect. 5, 3; Strab. XV. – 2) viel essend, Theocr. 21, 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en blé ou en vivres;
2 qui mange beaucoup, vorace, glouton.
Étymologie: πολύς, σῖτος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσῑτος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν σίτου, Ξεν. Πόροι, 5, 3,,Στράβ. 731. ΙΙ. ὁ πολὺ τρεφόμενος, πλήρης τροφῆς, Θεόκρ. 21. 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι' ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.)
2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].

Greek Monotonic

πολύσῑτος: -ον,·
I. άφθονος σε σιτάρι, σε Ξεν.
II. πλήρως τρεφόμενος, γεμάτος τροφή, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πολύσῑτος:
1) изобилующий хлебом Xen.;
2) наевшийся до отвала Theocr.

Middle Liddell

πολύ-σῑτος, ον,
I. abounding in corn, Xen.
II. high-fed, full of meat, Theocr.