πολυφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyforos
|Transliteration C=polyforos
|Beta Code=polufo/ros
|Beta Code=polufo/ros
|Definition=ον (parox.), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bearing much]], [[productive]], [[prolific]], π. καὶ παμφόρος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 705b</span>, cf. <span class="bibl">Str.6.3.9</span>: Comp. -ώτεροι, φοινικῶνες <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">χρόνος π. πονηρίας</b> ib.<span class="bibl">7.8.1</span>: Sup., τὸ κακὸν -ώτατον <span class="bibl">Ph. 1.361</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that will bear much water]], opp. [[ὀλιγοφόρος]], of strong wine, Gal.15.669, <span class="title">Gp.</span>7.23: metaph., <b class="b3">πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι</b> to have a fortune [[that wants tempering]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>853</span>.</span>
|Definition=ον (parox.), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bearing much]], [[that yields much]], [[very productive]], [[productive]], [[fertile]], [[very fertile]], [[prolific]], πολυφόρος καὶ [[παμφόρος]] <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span> 705b</span>, cf. <span class="bibl">Str.6.3.9</span>: Comp. πολυφορώτεροι, φοινικῶνες <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">χρόνος πολυφόρος πονηρίας</b> ib.<span class="bibl">7.8.1</span>: Sup., τὸ κακὸν πολυφορώτατον <span class="bibl">Ph. 1.361</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[that will bear much water]], opp. [[ὀλιγοφόρος]], of strong [[wine]], Gal.15.669, <span class="title">Gp.</span>7.23: metaph., <b class="b3">πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι</b> to have a [[fortune]] that wants [[temper]]ing, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>853</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.
|elnltext=πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[bearing]] [[much]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[will]] [[bear]] [[much]] [[water]], of [[strong]] [[wine]]: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to [[have]] a [[fortune]] that wants tempering, Ar.
|mdlsjtxt=πολῠ-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[bearing]] [[much]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[will]] [[bear]] [[much]] [[water]], of [[strong]] [[wine]]: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to [[have]] a [[fortune]] that wants tempering, Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fertile]]
}}
}}

Revision as of 22:28, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφόρος Medium diacritics: πολυφόρος Low diacritics: πολυφόρος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΟΣ
Transliteration A: polyphóros Transliteration B: polyphoros Transliteration C: polyforos Beta Code: polufo/ros

English (LSJ)

ον (parox.), A bearing much, that yields much, very productive, productive, fertile, very fertile, prolific, πολυφόρος καὶ παμφόρος Pl.Lg. 705b, cf. Str.6.3.9: Comp. πολυφορώτεροι, φοινικῶνες J.BJ4.8.2. 2 metaph., χρόνος πολυφόρος πονηρίας ib.7.8.1: Sup., τὸ κακὸν πολυφορώτατον Ph. 1.361. II that will bear much water, opp. ὀλιγοφόρος, of strong wine, Gal.15.669, Gp.7.23: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.Pl.853.

German (Pape)

[Seite 676] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch δαίμων, der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.

Greek (Liddell-Scott)

πολῡφόρος: -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ ὕδωρ, δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. ὀλιγοφόρος· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit beaucoup, très fertile;
2 qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.
Étymologie: πολύς, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος
αρχ.
1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού
2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις («χρόνος... πονηρίας πολυφόρος», Ιώσ.)
β) αυτός που προκαλεί πολλά κακά, πολλές συμφορές («πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τελεσφόρος.

Greek Monotonic

πολῠφόρος: -ον (φέρω),
I. αυτός που υπομένει πολλά
II. αυτός που μπορεί να αναμιχθεί με πολύ νερό, λέγεται για δυνατό κρασί, μεταφ., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πολυφόρος:
1) приносящий многое, весьма производительный (ἡ πόλις Plat.);
2) несущий много превратностей (δαίμων Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.

Middle Liddell

πολῠ-φόρος, ον, φέρω
I. bearing much, Plat.
II. that will bear much water, of strong wine: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.