ἐπικαρπία: Difference between revisions

From LSJ

Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />rapport d’une propriété foncière, revenu foncier ; <i>p. ext.</i> revenu <i>ou</i> produit d’un capital ; <i>fig.</i> fruit, bénéfice (d’un travail, d’une qualité, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καρπός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />rapport d'une propriété foncière, revenu foncier ; <i>p. ext.</i> revenu <i>ou</i> produit d'un capital ; <i>fig.</i> fruit, bénéfice (d'un travail, d'une qualité, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καρπός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:40, 4 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαρπία Medium diacritics: ἐπικαρπία Low diacritics: επικαρπία Capitals: ΕΠΙΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: epikarpía Transliteration B: epikarpia Transliteration C: epikarpia Beta Code: e)pikarpi/a

English (LSJ)

ἡ, A produce, crop, ἡ ἐπέτειος ἐ. Pl.Lg.955d, cf. IG12.328.11, Rev.Ét.Gr.10.29 (Thespiae, iii B.C.). 2. harvest-rights, Tab.Heracl.1.108, BGU101.19 (ii A.D.); usufruct, αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ. D.H.3.58. 3. revenue from property, Leg.Gort.7.33; τὰς ἐκ ταύτης (sc. τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας . . ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας having collected 90 minae as the revenue from this tax, And.1.92. 4 profit, Arist.Pol.1258b24; αἱ ἐ. the profits, opp. the principal (τὰ ἀρχαῖα), D.27.50; ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125; γῆθεν ἀναμένοντι τὴν ἐ. looking to the land for his profits, Com.Adesp.133.3; ἡ ἐ. τῶν ἁδρῶν the profits on the full-grown animals, Antiph.20. 5. tithe paid for the pasturage of cattle, Arist.Oec.1346a3. 6. metaph., παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10; κινδύνων Onos.34.4; τοῦ πόνου Ael. NA2.8.

German (Pape)

[Seite 945] ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ ἐπέτειος ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im Ggstz des Kapitals, ἀρχαῖον, Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rapport d'une propriété foncière, revenu foncier ; p. ext. revenu ou produit d'un capital ; fig. fruit, bénéfice (d'un travail, d'une qualité, etc.).
Étymologie: ἐπί, καρπός.

Greek Monolingual

η (Α ἐπικαρπία) επικαρπούμαι
1. η κάρπωση, η εκμετάλλευση τών προϊόντων της γης και το σχετικό δικαίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει την εξουσία χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου
αρχ.
1. η παραγωγή καρπών, η εσοδεία
2. εισόδημα, πρόσοδος από τους καρπούς
3. όφελος, κέρδος
4. η δεκάτη που πλήρωναν για τη βοσκή κτηνών
5. αἱ ἑπικαρπίαι
οι τόκοι τών χρημάτων.

Greek Monotonic

ἐπικαρπία: (καρπός), επικαρπία ιδιοκτησίας, εισόδημα, κέρδος, αντίθ. προς το κεφάλαιο (τὰ ἀρχαῖα), σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαρπία: ἡ преимущ. pl.
1) доход, прибыль Plat., Isocr., Dem., Arst.;
2) сбор за право выпаса Arst.

Middle Liddell

καρπός
the usufruct of a property, revenue, profit, opp. to the principal (τὰ ἀρχαῖἀ, Dem.

English (Woodhouse)

produce, profits

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)