φασσοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] wilde Tauben tödtend; [[ἴρηξ]] Il. 15, 238; Arist. H. A. 9, 36 = Folgdm; vgl. [[φαβοτύπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1258.png Seite 1258]] wilde Tauben tödtend; [[ἴρηξ]] Il. 15, 238; Arist. H. A. 9, 36 = Folgdm; vgl. [[φαβοτύπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue les colombes.<br />'''Étymologie:''' [[φάσσα]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φασσοφόνος''': -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-[[φόντης]], ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ [[εἶδος]] περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα».
|lstext='''φασσοφόνος''': -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-[[φόντης]], ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ [[εἶδος]] περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue les colombes.<br />'''Étymologie:''' [[φάσσα]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φασσοφόνος Medium diacritics: φασσοφόνος Low diacritics: φασσοφόνος Capitals: ΦΑΣΣΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: phassophónos Transliteration B: phassophonos Transliteration C: fassofonos Beta Code: fassofo/nos

English (LSJ)

ον, dove-killing, ἴρηξ Il. 15.238 ; — as substantive, the name of a kind of hawk, Arist HA 615b7, 620a18, Gal. UP 11.18, Porph. Abst. 3.8.

German (Pape)

[Seite 1258] wilde Tauben tödtend; ἴρηξ Il. 15, 238; Arist. H. A. 9, 36 = Folgdm; vgl. φαβοτύπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les colombes.
Étymologie: φάσσα, πεφνεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

φασσοφόνος: -ον, τὰς φάσσας φονεύων, ἵρηκι... φασσοφόνῳ Ἰλ. Ο. 238· ― ἀκολούθως, ὡς οὐσιαστ., ὄνομα εἴδους τινὸς ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 4., 36, 1· πρβλ. φασσοτύπος· ― οὕτω φασσο-φόντης, ου, ὁ, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φασσοφόνῳ· τῷ τὰς φάσσας φονεύοντι. Ἔστι δὲ εἶδος περιστερᾶς ὑπὸ τὴν τρυγόνα».

English (Autenrieth)

(φάσσα, φένω): doveslayer, the ἴρηξ, ‘pigeon-hawk,’ Il. 15.238†.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως επίθ. γερα
κιού) αυτός που σκοτώνει φάσσες
2. το αρσ. ως ουσ.φασσοφόνος
είδος γερα
κιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + -φόνος (< φόνος), πρβλ. μηλοφόνος.

Greek Monotonic

φασσοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φασσοφόνος:убивающий голубей, уничтожающий голубей: ἴρηξ φασσοφόνος Hom., Arst. ястреб-голубятник.

Middle Liddell

φασσο-φόνος, ον, [*φένω
dove-killing, Il.