μισθωτικός: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ [[τέχνη]], Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0191.png Seite 191]] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ [[τέχνη]], Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθωτικός:''' [[наемнический]], [[наемный]] Plat. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για [[ενοικίαση]]· ἡ [[μισθωτική]] = μισθαρνική, το [[επάγγελμα]] του μισθωτού [[εργάτη]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μισθωτικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για [[ενοικίαση]]· ἡ [[μισθωτική]] = μισθαρνική, το [[επάγγελμα]] του μισθωτού [[εργάτη]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μισθωτικός]], ή, όν [from [[μισθόω]]<br />of or for letting out:— ἡ [[μισθωτική]], = μισθαρνική, a [[mercenary]] [[trade]], Plat. | |mdlsjtxt=[[μισθωτικός]], ή, όν [from [[μισθόω]]<br />of or for letting out:— ἡ [[μισθωτική]], = μισθαρνική, a [[mercenary]] [[trade]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for letting out: ἡ μισθωτική, = μισθαρνητική, mercenary trade, Pl.R.346b; connected with letting, τράπεζα PLond.3.932.2 (iii A.D.). Adv. -κῶς Eust.1695.36. II Subst. μισθωτικόν, τό, contribution in money or kind made by a tenant, PFlor.85.16 (i A.D.), PAmh.2.88.26 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 191] zum Vermiethen, zum Lohndienst gehörig, ἡ μισθωτικὴ τέχνη, Lohndienst, Plat. Rep. I, 346 ab. – Adv., Sp.
Russian (Dvoretsky)
μισθωτικός: наемнический, наемный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μισθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μίσθωσιν, εἰς ἐνοικίασιν· ― ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, ἐπάγγελμα μισθωτοῦ, Πλάτ. Πολ. 346Α κἑξ. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1695. 36.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ μισθωτικός, -ή, -όν) μισθωτής / μισθωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική
το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα του μισθωτού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισθωτικόν
εισφορά σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβαλλόταν από τον ενοικιαστή ενός κτήματος.
επίρρ...
μισθωτικώς (Μ)
με μισθωτικό τρόπο, με μίσθωση.
Greek Monotonic
μισθωτικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην ή προορίζεται για ενοικίαση· ἡ μισθωτική = μισθαρνική, το επάγγελμα του μισθωτού εργάτη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μισθωτικός, ή, όν [from μισθόω
of or for letting out:— ἡ μισθωτική, = μισθαρνική, a mercenary trade, Plat.