φόριμος: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 1) tragbar, fruchtbar, [[δένδρον]] Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art [[στυπτηρία]], Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] 1) tragbar, fruchtbar, [[δένδρον]] Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art [[στυπτηρία]], Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> fertile, fécond;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ φορίμη sorte de [[στυπτηρία]], <i>ou</i> alun commun.<br />'''Étymologie:''' [[φορά]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φόρῐμος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[δένδρον]] Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, [[εἶδος]] στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.
|lstext='''φόρῐμος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[δένδρον]] Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, [[εἶδος]] στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> fertile, fécond;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ φορίμη sorte de [[στυπτηρία]], <i>ou</i> alun commun.<br />'''Étymologie:''' [[φορά]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόρῐμος Medium diacritics: φόριμος Low diacritics: φόριμος Capitals: ΦΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: phórimos Transliteration B: phorimos Transliteration C: forimos Beta Code: fo/rimos

English (LSJ)

ον, A fruitful, of trees, AP9.414 (Gem.); of land, PTeb.5.97 (ii B. C., prob.), Cat.Cod.Astr.5(1).174; opp. ἄφορος, Sammelb. 4416.16 (ii A. D.): c. gen., ἀμπέλων φ. CPHerm.120riii 19; profitable, Hsch. II ἡ φορίμη, a kind of στυπτηρία, Dsc.Eup.1.49, Orib.Fr.99.

German (Pape)

[Seite 1300] 1) tragbar, fruchtbar, δένδρον Gemin. 8 (IX, 414), übh. zuträglich, nützlich. – 2) ἡ φορίμη, eine Art στυπτηρία, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 fertile, fécond;
2 subst. ἡ φορίμη sorte de στυπτηρία, ou alun commun.
Étymologie: φορά.

Greek (Liddell-Scott)

φόρῐμος: -ον, καρποφόρος, γόνιμος, δένδρον Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, εἶδος στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, θηλ. και -ος, ΜΑ
το θηλ. ως ουσ. ἡ φορίμη
είδος στυπτηρίας
αρχ.
1. (για δέντρα και για τη γη) καρποφόρος, παραγωγικός
2. (κατά τον Ησύχ.) χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φέρω + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος)].

Greek Monotonic

φόρῐμος: -ον (φέρω), γόνιμος, καρποφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φόρῐμος: плодовитый, плодоносный (δένδρον Anth.).

Middle Liddell

φόρῐμος, ον, φέρω
bearing, fruitful, Anth.