χαλκέοπλος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux armes | |btext=ος, ον :<br />aux armes d'airain, à l’armure d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[ὅπλον]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:45, 23 August 2022
English (LSJ)
ον, A with arms or armour of brass, Δαναοί E.Hel. 693 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernen Waffen, Eur. Hel. 699.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκέοπλος: -ον, ὁ ἔχων ὅπλα ἢ ὁπλισμὸν ἐκ χαλκοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 693.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux armes d'airain, à l’armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, ὅπλον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χάλκινα όπλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκε(ο)- (βλ. λ. χαλκο-) + -οπλος (< ὅπλον), πρβλ. εὔ-οπλος, ῥίψ-οπλος].
Greek Monotonic
χαλκέοπλος: -ον (ὅπλον), αυτός που έχει όπλα ή οπλισμό από χαλκό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκέοπλος: вооруженный медью (Δαναοί Eur.).