Κυδώνιος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*kudw/nios | |Beta Code=*kudw/nios | ||
|Definition=α, ον, (Κυδωνία) <span class="title">Cydonian</span>, [[μᾶλα]] <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quinces]], <span class="bibl">Stesich.29</span>, cf. <span class="bibl">Alcm.143</span>, <span class="bibl">Canthar.6</span>, <span class="bibl">Phylarch.10</span> J.; μηλίδες Ibyc. 1.1; [[κυδώνια]], [[τά]], Dsc.1.115. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[swelling like a quince]], <b class="b3">κυδώνια τιτθία</b>, of a young girl's breasts, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1199</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">κυδώνιον· μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον</b> (cf. [[κύδος]]), Hsch.</span> | |Definition=α, ον, (Κυδωνία) <span class="title">Cydonian</span>, [[μᾶλα]] <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[quinces]], <span class="bibl">Stesich.29</span>, cf. <span class="bibl">Alcm.143</span>, <span class="bibl">Canthar.6</span>, <span class="bibl">Phylarch.10</span> J.; μηλίδες Ibyc. 1.1; [[κυδώνια]], [[τά]], Dsc.1.115. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[swelling like a quince]], <b class="b3">κυδώνια τιτθία</b>, of a young girl's breasts, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1199</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">κυδώνιον· μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον</b> (cf. [[κύδος]]), Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de Kydonia ; ἡ [[Κυδωνία]] [[μηλίς]], ἡ [[Κυδωνία]] [[μηλέα]], <i>ou simpl.</i> ἡ [[Κυδωνία]] cognassier, <i>arbre</i> ; τὸ Κυδώνιον [[μῆλον]], <i>ou simpl.</i> τὸ [[κυδώνιον]], coing, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[Κύδωνες]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κῠδώνιος''': -α, -ον, (Κύδων) Κυδωνικός· [[μῆλον]] Κ., τὸ «κυδῶνι», Στησίχ. καὶ Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 81D κἑξ.· πρβλ. [[μῆλον]] Β. ΙΙ. μεταφ., ἐξωγκωμένος ὡς κυδώνιον, [[στρογγύλος]], γεμᾶτος, παχουλός, κ. τιτθία, ἐπὶ τῶν μαστῶν νεαρᾶς κόρης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· πρβλ. [[κυδωνιάω]]. | |lstext='''Κῠδώνιος''': -α, -ον, (Κύδων) Κυδωνικός· [[μῆλον]] Κ., τὸ «κυδῶνι», Στησίχ. καὶ Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 81D κἑξ.· πρβλ. [[μῆλον]] Β. ΙΙ. μεταφ., ἐξωγκωμένος ὡς κυδώνιον, [[στρογγύλος]], γεμᾶτος, παχουλός, κ. τιτθία, ἐπὶ τῶν μαστῶν νεαρᾶς κόρης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· πρβλ. [[κυδωνιάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:20, 1 October 2022
English (LSJ)
α, ον, (Κυδωνία) Cydonian, μᾶλα A quinces, Stesich.29, cf. Alcm.143, Canthar.6, Phylarch.10 J.; μηλίδες Ibyc. 1.1; κυδώνια, τά, Dsc.1.115. II metaph., swelling like a quince, κυδώνια τιτθία, of a young girl's breasts, Ar.Ach.1199. 2 κυδώνιον· μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον (cf. κύδος), Hsch.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Kydonia ; ἡ Κυδωνία μηλίς, ἡ Κυδωνία μηλέα, ou simpl. ἡ Κυδωνία cognassier, arbre ; τὸ Κυδώνιον μῆλον, ou simpl. τὸ κυδώνιον, coing, fruit.
Étymologie: Κύδωνες.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠδώνιος: -α, -ον, (Κύδων) Κυδωνικός· μῆλον Κ., τὸ «κυδῶνι», Στησίχ. καὶ Κωμικοὶ παρ’ Ἀθην. 81D κἑξ.· πρβλ. μῆλον Β. ΙΙ. μεταφ., ἐξωγκωμένος ὡς κυδώνιον, στρογγύλος, γεμᾶτος, παχουλός, κ. τιτθία, ἐπὶ τῶν μαστῶν νεαρᾶς κόρης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· πρβλ. κυδωνιάω.
Greek Monolingual
Κυδώνιος, -ία, -ον (Α) Κυδωνιά
αυτός που ανήκει στην Κυδωνία.
Greek Monotonic
Κῠδώνιος: -α, -ον (Κύδων),
I. Κυδωνικός· μῆλον κ., κυδώνι, σε Στησιχ. κ.λπ.
II. μεταφ., αυτός που είναι πρησμένος σαν κυδώνι, στρογγυλός και παχουλός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
Κῠδώνιος: кидонийский: Κυδώνιον μῆλον Plut. айва.
Middle Liddell
Κῠδώνιος, η, ον [Κύδων]
I. Cydonian: μῆλον Κ. a quince, Stesich., etc.
II. metaph. swelling like a quince, round and plump, Ar.