εὔπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] gut zusammengefügt, se st, [[μέγαρον]] Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, θάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] gut zusammengefügt, se st, [[μέγαρον]] Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, θάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien assemblé, bien construit;<br /><b>2</b> compact, dense.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπηκτος''': -ον, ([[πήγνυμι]]) [[καλῶς]] συμπεπηγμένος, [[καλῶς]] ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. [[καλῶς]] συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. [[εὐπαγής]], [[εὐπηγής]]. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
|lstext='''εὔπηκτος''': -ον, ([[πήγνυμι]]) [[καλῶς]] συμπεπηγμένος, [[καλῶς]] ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. [[καλῶς]] συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. [[εὐπαγής]], [[εὐπηγής]]. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien assemblé, bien construit;<br /><b>2</b> compact, dense.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπηκτος Medium diacritics: εὔπηκτος Low diacritics: εύπηκτος Capitals: ΕΥΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: eúpēktos Transliteration B: eupēktos Transliteration C: eypiktos Beta Code: eu)/phktos

English (LSJ)

ον, (πήγνυμι) A well put together, well-built, ἐνὶ μεγάρῳ εὐ. Il.2.661; μυχῷ κλισίης εὐ. 9.663; μυχῷ θαλάμων εὐ. Od.23.41; σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο of well-moulded, compact, wax, Theoc.1.128 (s. v.l.); firm, of bandaging, Gal.18(2).904. II of fluids, easily congealed or frozen, Arist.Long.466a31, 467a8. 2 Act., εὔ. ἀήρ Thphr.CP5.14.3 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1088] gut zusammengefügt, se st, μέγαρον Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, θάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bien assemblé, bien construit;
2 compact, dense.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπηκτος: -ον, (πήγνυμι) καλῶς συμπεπηγμένος, καλῶς ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. καλῶς συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. εὐπαγής, εὐπηγής. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, -ον)
1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός
2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος
3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα
4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ' ἀκίνητος [ενν. ἀήρ]
εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηκτός < πήγνυμι.

Greek Monotonic

εὔπηκτος: -ον (πήγνυμι), καλοχτισμένος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπηκτος: эп. ἐΰπηκτος 2
1) крепко сплоченный, прочно построенный, крепкий (θάλαμος, μέγαρον, κλισίη Hom.);
2) легко застывающий, быстро замерзающий (τὸ ὑγρόν Arst.);
3) густой, плотный (κηρός Theocr.; ὑφαί Eur. ap. Luc. - v.l. εὔπηνος).

Middle Liddell

εὔ-πηκτος, ον πήγνυμι
well-built, Hom.