εὐάγκαλος: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. [[φορτίον]], Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. [[ὁμίλημα]] Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. [[εὔφορτος]]. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, [[λιμήν]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. [[φορτίον]], Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. [[ὁμίλημα]] Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. [[εὔφορτος]]. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, [[λιμήν]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on porte facilement dans ses bras ; <i>fig.</i> facile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀγκάλη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐάγκᾰλος''': -ον, ([[ἀγκάλη]]) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· [[τόξον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 782 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἄγκυλον)· [[φόρτος]] Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: [[εὐάρεστος]] πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, [[εὐρύχωρος]], λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93. | |lstext='''εὐάγκᾰλος''': -ον, ([[ἀγκάλη]]) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, [[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· [[τόξον]] Εὐρ. Ἀποσπ. 782 ([[ἔνθα]] ὁ Nauck ἄγκυλον)· [[φόρτος]] Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: [[εὐάρεστος]] πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, [[εὐρύχωρος]], λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἀγκάλη) easy to bear in the arms, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον A.Pr.352; τόξον E.Fr.785 (Nauck ἄγκυλον); φόρτος, of Anchises, Ael.Fr.148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph., λόγοι Them.Or. 18.219d; pleasant to embrace, Luc.Am.25.
German (Pape)
[Seite 1055] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, ἄχθος οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. φορτίον, Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. ὁμίλημα Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. εὔφορτος. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, λιμήν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on porte facilement dans ses bras ; fig. facile à supporter.
Étymologie: εὖ, ἀγκάλη.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάγκᾰλος: -ον, (ἀγκάλη) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· τόξον Εὐρ. Ἀποσπ. 782 (ἔνθα ὁ Nauck ἄγκυλον)· φόρτος Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: εὐάρεστος πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, εὐρύχωρος, λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93.
Greek Monolingual
εὐάγκαλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτος («ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)
3. αυτός που είναι ευχάριστος να τον αγκαλιάσει κάποιος («εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.)
4. φρ. «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγκαλος (< άγκαλος, παράλληλος σχηματισμός του αγκάλη), πρβλ. υπ-άγκαλος].
Greek Monotonic
εὐάγκᾰλος: -ον (ἀγκάλη), αυτός που κρατιέται εύκολα στην αγκαλιά, που φορτώνεται εύκολα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐάγκᾰλος:
1) удобный для ношения, легкий (τόξον Eur.): ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Aesch. нелегкое бремя;
2) с радостью обнимаемый, т. е. любимый (ὁμίλημα Luc.).
Middle Liddell
εὐ-άγκᾰλος, ον ἀγκάλη
easy to bear in the arms, Aesch.