φιλομαθής: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui aime à apprendre, gén. ; <i>abs.</i> qui aime à s'instruire;<br /><i>Sp.</i> φιλομαθέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μανθάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλομᾰθής''': -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = [[φιλομάθεια]], Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. [[φιλόλογος]] ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5. | |lstext='''φῐλομᾰθής''': -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = [[φιλομάθεια]], Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. [[φιλόλογος]] ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A fond of learning, eager after knowledge, Pl.Phd.67b, 82d, al.; ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής = if you are studious, you will become learned Isoc.1.18: Sup. φιλομαθέστατος X.Cyr.1.2.1: τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Pl.R.376b, cf. 411d: Adv. -θῶς, ἔχειν Ant.Diog.11. 2 c. gen. rei, eager after, τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων X.An.1.9.5 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1282] ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig; Plat. Phaed. 82 d Rep. II, 376 b u. öfter; τὸ φιλομαθές, Wißbegier, IV, 435 e; Isocr. 1, 18; τ ούτων Xen. Cyr. 1, 6,38; adv. φιλομαθῶς, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à apprendre, gén. ; abs. qui aime à s'instruire;
Sp. φιλομαθέστατος.
Étymologie: φίλος, μανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομᾰθής: -ές, γεν. έος, ὁ ἀγαπῶν τὴν μάθησιν, ἀγαπῶν νὰ μανθάνῃ, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 67Β, 82D, κ. ἀλλ.· ἐὰν ᾖς φ., ἔσει πολυμαθὴς Ἰσοκρ. 5D· ὑπερθ. φιλομαθέστατος Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 2. 2· ― τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, Πλάτ. Πολ. 376Β, 411D· ἐπίρρ. -θῶς, οἱ φιλοπόνως καὶ φιλομαθῶς ἀκούοντες Ψευσοχρυσ. τ. 5. σ. 750Α, Κυρίλλ. Ἱεροσ. Κατηχ. σ. 36, κλπ. ― πρβλ. φιλόλογος ΙΙ. 2. 2) μετὰ γεν. πράγμ., προθύμως ἐπιδιώκων τὸ νὰ μάθῃ τι, Πλάτ. Πολ. 485D, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 5.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ-παθής].
-ές, ΝΜΑ
αυτός που του αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων
αρχ.
1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλομαθές
η φιλομάθεια.
επίρρ...
φιλομαθῶς Μ
με φιλομάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαθής (< μάθος, τὸ «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο-μαθής].
Greek Monotonic
φῐλομᾰθής: -ές (μαθεῖν),
1. αυτός που αγαπά τη μάθηση, αχόρταγος για γνώση, σε Πλάτ.· υπερθ. φιλομαθέστατος, σε Ξεν. τὸ φιλομαθές, = φιλομάθεια, σε Πλάτ.
2. με γεν. πράγμ., αχόρταγος για ένα πράγμα, στον ίδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλομᾰθής:
1) любознательный, пытливый Xen., Isocr.: οἱ ὀρθῶς φιλομαθεῖς Plat. люди, действительно стремящиеся к знанию;
2) старательный, усердный (τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων φιλομαθέστατος Xen.).
Middle Liddell
φῐλο-μᾰθής, ές μαθεῖν
1. fond of learning, eager after knowledge, Plat.; Sup. φιλομαθέστατος, Xen.; τὸ φιλομαθές = φιλομάθεια, Plat.
2. c. gen. rei, eager after a thing, Plat., Xen.